Πριν μπω στο κυρίως κείμενο, μια σύντομη παράγραφος για το πώς λειτουργεί ο ανθρώπινος εγκέφαλος επειδή θα μας χρειαστεί:
Ο εγκέφαλός μας αγαπάει την σιγουριά και απεχθάνεται την ανασφάλεια. Είναι ο μηχανισμός που βοήθησε τον άνθρωπο να επιβιώσει σε ένα αφιλόξενο περιβάλλον όπου σχεδόν τα πάντα μπορούσαν να τον σκοτώσουν. Είναι ακριβώς ο ίδιος λόγος που φοβόμαστε το σκοτάδι ή πεταγόμαστε όταν ακούμε ξαφνικό θόρυβο την νύχτα. Θέλουμε να ξέρουμε τι ακριβώς έχουμε να αντιμετωπίσουμε, και πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι. Γι’ αυτό το λόγο, το μεταιχμιακό σύστημα (limbic system), που ελέγχει συναισθήματα όπως ο φόβος, ενεργοποιείται πολύ πιο εύκολα από τον προμετωπιαίο φλοιό (prefontal cortex), που ελέγχει την λογική.
Και τώρα που μάθαμε τα βασικά για τον εγκέφαλο, ξεκινάω: έχει έρθει η ώρα να παραδεχτούμε ότι η ελληνική παράδοση δεν είναι μόνο αυτά που μας φέρνουν ευχάριστες αναμνήσεις και νοσταλγία. Η ελληνική παράδοση, σε κοινωνικό επίπεδο, είναι ένα ωραίο σεμεδάκι που κρύβει την γρατζουνισμένη και βρώμικη επιφάνεια ενός πατρογονικού επίπλου.
Ααααα, ουυυυυ, ανθέλληνα, ντροπή σου νέο παιδί να λες τέτοια πράγματα… Τα ακούω τώρα στην φαντασία μου αυτά, γιατί τα έχω ακούσει και στην πραγματικότητα. Δεν είναι εύκολο να θίγεις τα ιερά και τα όσια ενός λαού. Ελληνική οικογένεια, πατρίδα και θρησκεία είναι στο απυρόβλητο. Αν δεν τα σεβαστείς (αν δεν σιωπήσεις δηλαδή), ενεργοποιείς στον Έλληνα το πρωτόγονο μεταιχμιακό σύστημα. Αισθάνεται απειλούμενος και άρα είναι πιο εύκολο να σου επιτεθεί παρά να ακούσει και να σκεφτεί αυτό που λες. Όσο εύκολο δεν είναι όμως να θίγουμε τα ιερά και τα όσια, άλλο τόσο είναι υποχρέωσή μας. Το παρελθόν υπάρχει για να εξετάζουμε και να μαθαίνουμε, όχι για να το προσκυνάμε.
Το ελληνικό παρελθόν έχει πολλά χαρακτηριστικά που εκλείπουν σιγά σιγά από την Δύση. Έχει μια πυρηνική οικογένεια, που προτιμά το αγόρι της να γίνει νταής απ’ ότι γκέι, και που προτιμά η κόρη του να παντρευτεί μικρή από το να κάνει καριέρα και να μείνει “στο ράφι”. Έχει τοπικές κοινωνίες που εξειδικεύονται στο κουτσομπολιό, αλλά αποσιωπούν ότιδήποτε τους ταράζει την αρμονική εικόνα. Ενδεικτικά μόνο, αναφέρω την ενδοοικογενειακή βία. Επίσης, έχει άντρες που καταλαμβάνουν όλες τις θέσεις εξουσίας της χώρας, και (κρυφο)ρατσιστές που, ενώ καταφεύγουν στην βία όταν κάποιος τους θίγει τις παραδόσεις, την θρησκεία ή την πατρίδα, δικαιολογούνται από πολλούς και μένουν και ατιμώρητοι.
Αυτή η περιγραφή δύσκολα χρησιμοποιείται πλέον για χώρα της Δύσης, αλλά μπορεί κάλλιστα να χρησιμοποιηθεί για μια οπισθοδρομική χώρα της Ανατολής. Και όχι, η Δύση δεν είναι επίγειος παράδεισος, αλλά σίγουρα τα κοσμικά κράτη της Δύσης είναι προτιμητέα από τα θεοκρατικά κράτη της Ανατολής.
Γι’ αυτό και είναι αρκετά παράδοξο ότι οι Χριστιανοί Ορθόδοξοι Έλληνες, που επικαλούνται τις ελληνικές παραδόσεις και ονειρεύονται κρεμάλες για τους προδότες, μοιάζουν εντυπωσιακά με τους φανατικούς Ισλαμιστές, που επικαλούνται τις δικές τους παραδόσεις και κυνηγούν γκέι, ξένους και άπιστους, ενώ ταυτόχρονα κρατούν την γυναίκα μες στο σπίτι, εξαρτημένη και αδύναμη.
Το ότι οι δυτικές κοινωνίες απομακρύνονται από αυτό (αργά αλλά σταθερά) είναι επίτευγμα του Διαφωτισμού και της παγκοσμιοποίησης που λειτουργεί όπως η Αρχή των Συγκοινωνούντων Δοχείων: μπορεί οι χώρες να διαφέρουν όπως διαφέρουν τα δοχεία, αλλά η στάθμη των προσωπικών και κοινωνικών δικαιωμάτων (πρέπει να) είναι στο ίδιο επίπεδο.
Προφανώς, η παγκοσμιοποίηση δεν έχει ωφελήσει τους πάντες. Προφανώς και για όσα προβλήματα λύνει άλλα τόσα δημιουργεί, και ειδικά στις εργασιακές συνθήκες. Δεν υπάρχει πανάκεια, προβλήματα θα έχουμε πάντα. Αυτό όμως είναι ένα άλλο θέμα, σχεδόν φιλοσοφικό. Πάμε πάλι πίσω στο δίπολο.
Η γενιά μου είναι η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο παρελθόν και στο μέλλον, στην παράδοση και στην παγκοσμιοποίηση. Βέβαια, αυτό συμβαίνει με όλες τις γενιές, αλλά με την δική μου είναι διαφορετικό. Ανήκω στην τελευταία γενιά που θυμάται τα παιδικά της χρόνια χωρίς κινητά και ίντερνετ. Ανήκω δηλαδή στην τελευταία γενιά που μεγάλωσε χωρίς ελεύθερη πρόσβαση σε πληροφορία. Για όλες τις γενιές μέχρι και την δική μου, η γνώση ελεγχόταν από ιδιοτελείς παράγοντες: από γονείς, σχολείο, Εκκλησία και ΜΜΕ.
Στην εποχή της πληροφορίας, αυτό άλλαξε. Και άλλαξε με βίαιο τρόπο. Πλέον είχες ελεύθερη πρόσβαση σε οτιδήποτε ήθελες, αλλά ήταν τόσες πολλές οι αντικρουόμενες πληροφορίες, που χρειαζόταν κριτική σκέψη. Και τέτοια δεν αναπτύξαμε ποτέ στην Ελλάδα (ίσως είναι γενικότερο το πρόβλημα, δεν ξέρω).
Ζούμε στο 2018 και ακόμα και ο πιο αμόρφωτος ξέρει περισσότερα απ’ ότι ήξερε ο πιο μορφωμένος του 1900. Παρότι μορφωμένος όμως, είναι απαίδευτος. Δεν έχει μάθει να κρίνει, να φιλτράρει και να καταλαβαίνει. Έχει μάθει μόνο να αποστηθίζει ακριβώς ό,τι διαβάζει και ακούει, και να το δέχεται άκριτα. Γιατί ακριβώς αυτό επιβραβεύεται στο ελληνικό σχολείο. Άρα ενώ νομίζει ότι ξέρει, στην πραγματικότητα δεν καταλαβαίνει. Και ενώ δεν καταλαβαίνει, θέλει να διαδώσει την “γνώση” που νομίζει ότι έχει. Και αυτό μέχρι τώρα δεν ήταν ποτέ πρόβλημα, γιατί λίγοι είχαν ακροατήριο. Τώρα όμως η ημιμάθεια ταξιδεύει πιο γρήγορα κι από το φως. Και αυτό το βλέπουμε ΚΑΘΕ μέρα μπροστά μας από τον αριθμό των fake news και hoaxes που (ανα)παράγονται σε καθημερινή βάση, ακόμα και από αυτούς, που λόγω θέσης, επιβάλλεται να έχουν φίλτρα, πχ πολιτικοί και ΜΜΕ.
Τώρα όμως που ξέρουμε πώς λειτουργεί ο εγκέφαλος, αυτό δε θα έπρεπε να μας εκπλήσσει. Κανένα κόμμα δεν πουλάει λογική. Τρία είναι τα εμπορεύματα των κομμάτων: επανάσταση (=εξουσία), ανάπτυξη (=λεφτά), παράδοση (=περηφάνεια). Και όχι τυχαία. Το μεταιχμιακό σύστημα δεν ενεργοποιείται μόνο από τις απειλές (threats), αλλά και από τις ανταμοιβές (rewards).
Φταίνε όμως μόνο αυτοί; Προφανώς και όχι. Όσο εύκολο είναι να πιστέψουμε μια είδηση που απευθύνεται στο συναίσθημά μας, άλλο τόσο εύκολο είναι να τσεκάρουμε αν είναι πραγματική ή όχι. Δεν το κάνουμε όμως. Οι περισσότεροι δύσκολα θα πιστέψουν την διάψευση ενός hoax που τους προσέλκυσε αρκετά για να ποστάρουν. Κι εδώ έχουμε πάλι ένα φαινόμενο που σχετίζεται με τον εγκέφαλο, το anchoring bias, αλλά ας το αφήσουμε για άλλο κείμενο.
Για να το κλείνουμε σιγά σιγά, σε κάθε χώρα έχουν αυτή τη συζήτηση: παγκοσμιοποίηση ή παράδοση; Γι’ αυτό γίνεται το Brexit, γι’ αυτό βγήκε ο Trump, γι’ αυτό ανεβαίνουν παντού οι εθνικιστές. Γιατί όσο πληθαίνουν τα μέσα και οι πλατφόρμες που μας δίνουν την δυνατότητα να επικοινωνούμε άμεσα και γρήγορα, τόσο απειλούνται οι εθνικοί και οι θρησκευτικοί μύθοι, που αποτελούν την βάση της παράδοσης.
Κανείς δεν θέλει να εξαφανίσει την παράδοση και κανείς δεν της επιτίθεται επί τούτου. Για κάθε Έλληνα που λέει ότι οι ξένοι θέλουν να του αλλοιώσουν τον πολιτισμό, υπάρχει ένας Γάλλος, Αμερικανός, Γερμανός που λέει το ίδιο. Και λένε ακριβώς το ίδιο γιατί προσλαμβάνουν την ίδια απειλή, άρα αντί να λειτουργήσει η λογική, λειτουργεί το συναίσθημα.
Η πραγματικότητα είναι ότι σε έναν κόσμο που διαρκώς εξελίσσεται, οφείλουν τα πάντα να μεταβάλλονται. Μεταξύ αυτών, και η παράδοση. Θα κρατήσουμε ό,τι αξίζει και χωράει στον σύγχρονο κόσμο που προάγει την συμβίωση πέρα από εθνικές, φυλετικές και θρησκευτικές διακρίσεις. Οτιδήποτε άλλο, πρέπει να κλειδωθεί στο χρονοντούλαπο. Και να πετάξουμε και το κλειδί.