Διήγημα: “Η καρτ-ποστάλ”

Εκείνο το δείπνο με τους γονείς της έμελλε να της αλλάξει τη ζωή.  Eνώ συζητούσαν για άσχετο θέμα κι η Ανέτα δοκίμαζε τη γέμιση με κουκουνάρι, ο πατέρας της αποκάλυψε στην οικογένεια ότι χρωστούσε 25.000€ σε τράπεζες και πιστωτικές.

Ξαφνικά η γέμιση της φάνηκε άνοστη, ξινή και στεγνή.  Είχε γίνει στόκος στο λαιμό της και δεν κατέβαινε παρακάτω.  Δεν σκέφτηκε ούτε τον πατέρα της που μπορεί να πήγαινε φυλακή ούτε τις τράπεζες που θα τους έπαιρναν το σπίτι.  Εκείνη τη στιγμή, το μόνο που σκέφτηκε η Ανέτα ήταν ο Σταύρος και τα όνειρά τους για το Παρίσι.  Το στούντιο με θέα στο Σηκουάνα δε θα το έβλεπε ποτέ.

Δεν μπορούσε να του πει την αλήθεια.  Θα ήταν σαν να τον αναγκάζει να παραιτηθεί από το όνειρό του για χάρη της.  Ο Σταύρος έπρεπε να πάει στο Παρίσι, έστω και μόνος του, να πραγματοποιήσει αυτό που λαχταρούσε μια ζωή.  Έπρεπε να του πει ψέματα.  Έπρεπε να σκαρφιστεί μια δικαιολογία.  Δεν θα έρθω μαζί σου στο Παρίσι.  Νιώθω πιεσμένη.  Θέλω χρόνο για τον εαυτό μου, του είπε κοφτά, όχι για τίποτα άλλο, αλλά για να προλάβει να μην βουρκώσει.  Κατάφερε να μην βουρκώσει ούτε όταν δάκρυσε ο Σταύρος μες στα παρακαλητά του.  Ούτε κι όταν της γύρισε την πλάτη θυμωμένος για να φύγει.  Ακόμα και όταν έκλεισε πίσω του την πόρτα, αυτή δεν βούρκωσε.  Απλά πλάνταξε.

Κάθε μέρα που περνούσε,  οι σκέψεις της να τον πάρει τηλέφωνο γίνονταν περισσότερες κι απ’ τις ανάσες της.  Αλλά και να τον έπαιρνε, τι να του έλεγε;  Ήθελε το καλό του, μόνο το δικό του καλό, κι ας ήταν οξύμωρο που έπρεπε να τον πληγώσει για να το καταφέρει.  Το μόνο που δεν θυσίασε γι’ αυτό ήταν η ελπίδα να αλλάξει γνώμη ο Σταύρος και να μην φύγει.  Να μείνει, να ξαναπροσπαθήσουν από την αρχή.

Το φιλί τους το τελευταίο βράδυ έγινε χώμα εύφορο, για να φυτέψει την ελπίδα αυτή.  Δεν ήταν παρόρμηση αυτό το φιλί.  Ήταν ριζωμένη ανάγκη δική της.  Είδε την ελπίδα να φυτρώνει και ήλπιζε ότι, την επόμενη μέρα, θα δει και τον καρπό της.

Είχε περάσει ένας χρόνος απ’ όταν έφυγε ο Σταύρος, κι ας μην πέρασε μέρα που να μην τον είχε σκεφτεί.  Αυτός όμως σίγουρα την είχε ξεχάσει.  Ούτε την καρτ-ποστάλ που του είχε ζητήσει δεν της έστειλε.

Μέσα σ’ αυτό το χρόνο έγιναν πολλά.  Ο πατέρας της είχε ξεχρεώσει το μεγαλύτερο μερίδιο του χρέους του, και της έλεγε ότι τον επόμενο Σεπτέμβρη θα τα κατάφερνε να την στείλει στη Γαλλία.  Ήταν τόσο αστείο.  Αν είχε ζητήσει από το Σταύρο να την περιμένει για δύο χρόνια, σίγουρα θα το έκανε.  Τώρα πια δεν είχε νόημα να πάει στο Παρίσι.  Μπορεί να είναι σημαντικό να πραγματοποιείς τα όνειρά σου, αν όμως τα πραγματοποιείς μόνος σου τότε μένουν λειψά.

Μια μέρα του Δεκέμβρη, κοίταξε το γραμματοκιβώτιο και βρήκε την αλληλογραφία από τις τράπεζες πνιγμένη στα νερά του Σηκουάνα.  Ήταν η καρτ-ποστάλ του Σταύρου.  Από την ταραχή, παραλίγο να της πέσει από τα χέρια και να χυθεί ο Σηκουάνας στο πάτωμα.

Σε περιμένω ακόμα.


(συνέχεια του διηγήματος “Το Φερμουάρ”)