Συνέντευξη: “Βρισκόμαστε σε μια εποχή σύγχισης, όπου η κριτική και η διαφωνία θεωρούνται αυτοσκοπός”

Συνέντευξη στη Σίσσυ Νικολαΐδη και το περιοδικό Art nouveau

Ήθελα εδώ και πολύ καιρό να γίνει αυτή η συνέντευξη με το συγγραφέα της γενιάς μας Στέφανο Λίβο!

Μου απάντησε σε όλες τις ερωτήσεις που του έκανα χωρίς κανένα ενδοιασμό και χαίρομαι πάρα πολύ! Η θέση μου δεν είναι ούτε κριτικός βιβλίων ούτε είμαι ειδήμων στα λογοτεχνικά βιβλία, αλλά δεν μπόρεσα να μην αρπάξω την ευκαιρία!

Απολαύστε μια πραγματικά ειλικρινή συνέντευξη!

Αρχικά Στέφανε να σε ευχαριστήσω πάρα πολύ για αυτή την ευκαιρία που μου δίνεις να πούμε μερικά λόγια.. Όχι μόνο για την συγγραφική σου ιδιότητα αλλά και για πολλά άλλα πράγματα! Και φυσικά που δέχτηκες να τα μοιραστούμε με τους αναγνώστες του Art nouveau!

Όσα χωράει μια στιγμή… Πόσα χωράει μια στιγμή τελικά; Διάβασα το βιβλίο και αυτό που μου άφησε ήταν μια γλυκιά θλίψη και δεν ξέρω γιατί. Στη παρουσίαση του βιβλίου μου είχες πει πως το έγραφες πολλά χρόνια και πως είναι λίγο αυτοβιογραφικό. 

Μ’ αρέσει πολύ αυτή η γεύση η γλυκόπικρη, κάτι σαν νοσταλγία για όλα όσα σε πλήγωσαν αφού σου είχαν δώσει τόσα. Δεν ήταν ποτέ συνειδητή πρόθεση, αλλά βλέπω κι εγω πλέον αρκετά καθαρά ότι αυτό αφήνουν πίσω τους οι ιστορίες μου τις περισσότερες φορές. Νομίζω, οφείλεται στο ότι έτσι αντιλαμβάνομαι κι εγώ τη ζωή, ως μια όμορφη περίοδο με δύσκολες στιγμές ή, αν θες αντίστροφα, ως μια δύσκολη περίοδο με όμορφες στιγμές.

Το βιβλίο το έγραφα χρόνια γιατί το ξεκίνησα στο Λύκειο και το συνέχιζα ως φοιτητής και ως φαντάρος μέχρι που το τελείωσα σ’ ένα καλοκαίρι ανεργίας, για να το διορθώσω τελικά ως μετανάστης και να το φέρω «στα ίσια του». Αυτοβιογραφικό είναι ελάχιστα, κυρίως ως προς την αγάπη του Βασίλη (του ήρωα, για όσους δεν γνωρίζουν) για τα βιβλία και την τάση φυγής που είχαμε και οι δύο ανέκαθεν. Πάντως, στο Λονδίνο πρώτα μετακόμισε ο Βασίλης και μετά εγώ.

Πως ξεκίνησες να το γράφεις; Μάλλον τι σε έκανε να ξεκινήσεις να γράφεις τις σκέψεις σου στο χαρτί;

Δεν ξέρω γιατί ξεκίνησα να γράφω. Από την Γ’ Δημοτικού έπαιρνα κόλλες Α4, τις δίπλωνα στη μέση σα βιλιαράκι και έγραφα εκεί τα παραμύθια με τα οποία είχα μεγαλώσει. Γράφω για τον ίδιο λόγο που κάποιο παιδί γοητεύεται από μια κιθάρα ή όπως ένα άλλο παιδί μαγνητίζεται από ένα κομμάτι ξύλο που το καλεί να το σκαλίσει. Το ένα μπορεί να γίνει μουσικός και το άλλο ξυλουργός. Δυστυχώς, η κοινωνία βλέπει ως δημιουργικούς μόνο τους ανθρώπους «της τέχνης» που βγαίνουν στα κανάλια. Είναι λυπηρό ότι χειρωτεκνικά επαγγέλματα, όπως του ξυλουργού, δεν θεωρούνται καλλιτεχνικά.

Οι περισσότεροι πιστεύουν πως οι συγγραφείς έχουν μια μικρή δόση τρέλας..Παράξενοι άνθρωποι, κυκλοθυμικοί, περίεργοι.. Εσύ τι πιστεύεις; Δεδομένου του γεγονότος πως δουλεύεις στο τομέα της ψυχικής υγείας στο Λονδίνο όπου ζεις και αντιμετωπίζεις άπειρα πράγματα.

Λίγη τρέλα έχουν όλοι οι άνθρωποι, και ακόμα περισσότερο εκείνοι που τους αρέσει να δημιουργούν κάτι από το μηδέν. Υπάρχει μια έντονη σχέση δημιουργικότητας και ψυχοπαθολογίας (αυτό ήταν και το θέμα της διπλωματικής μου στην Ψυχολογία), η οποία κατά το Φρόυντ εξηγείται με τον όρο «μετουσίωση». Μετουσιώνεις δηλαδή μια υπεράφθονη ψυχική ενέργεια σε κάτι κοινωνικά αποδεκτό, όπως η τέχνη. Σε απολυταρχικά καθεστώτα όπου η έκφραση δημιουργικότητας ποινικοποιείται, η ψυχοπαθολογία ακμάζει, πχ στην Ανατολική Γερμανία ή ενδεχομένως στη Βόρεια Κορέα αυτή τη στιγμή. Η δυνατότητα έκφρασης, κι όχι μόνο καλλιτεχνικής, και η ψυχική υγεία του ατόμου βρίσκονται σε άμεση συνάρτηση με το εκάστοτε κοινωνικό/πολιτικό περιβάλλον.

Συγγραφέας γεννιέσαι ή γίνεσαι, Στέφανε; 

Γεννιέσαι με ένα μικρόβιο, το οποίο όμως απαιτεί σωστή καλλιέργεια, αφοσίωση, επιμονή κι εργατικότητα. Με αυτή την έννοια, συγγραφέας γίνεσαι. Το πρόβλημα είναι το πώς γίνεσαι. Διαβάζοντας πολύ και δοκιμάζοντας διαφορετικά ύφη γραφής ή παρακολουθώντας σεμινάρια δημιουργικής γραφής αφού σκάσεις ένα σωρό λεφτά σε μέτριους συγγραφείς που νιώθουν την ανάγκη να μεταδώσουν την ημιμάθειά τους; Ίσως είμαι λίγο δηκτικός αυτή τη στιγμή, αλλά δεν το μετανιώνω. Βλέπω παντού σεμινάρια γραφής από ανθρώπους που τους ξέρει μόνο ο εκδότης τους. Το θέμα είναι να βρεις μόνος σου το τι θέλεις να γράψεις και πώς θες να το γράψεις. Εκτος κι αν είσαι ειλικρινής με τον εαυτό σου και κίνητρό σου είναι κυρίως να πουλήσεις. Δεκτό κι αυτό. Αν θες να γίνεις Dan Brown, πήγαινε στα σεμινάρια και γίνε. Αν όμως θες να γίνεις Μάρκες, κάτσε και φτύσε αίμα.

Θα προέτρεπες τους πολύ πιο νέους από εσένα -γιατί και εσύ είσαι νεότατος-, αν τους αρέσει η συγγραφή, να αφοσιωθούν σε αυτή; Θέλω να πω, θα μπορούσε κάποιος να ζήσει αξιοπρεπώς μόνο από αυτή την ιδιότητα;

Δεν γνωρίζω πόσοι έχουν καταφέρει να ζουν αξιοπρεπώς από τη συγγραφή. Κάποιοι το έχουν καταφέρει και μπράβο τους. Παλιότερα, πριν έρθει η τηλεόραση και το ίντερνετ, ζούσαν αρκετοί άνθρωποι από το γράψιμο. Πλέον, πρέπει ή να είσαι πολύ γνωστός στην εθνική αγορά σου, όταν μιλάμε για χώρες όπως η Ελλάδα, ή να καταφέρεις να κάνεις όνομα στη διεθνή αγορά. Πλέον με τα ηλεκτρονικά βιβλία αυτό έγινε ταυτόχρονα και πιο εύκολο και πιο δύσκολο. Από την προσωπική εμπειρία που έχω, λόγω της μεταφρασμένης έκδοσης του βιβλίου μου, γνωρίζω καλά ότι, ακόμα και με 4.000 downloads μόνο από το Amazon, ακόμα και με αναγνώστες σε Μεξικό ή Ινδία, λόγω του τεράστιου ανταγωνισμού, είσαι παντελώς άγνωστος. Είναι σαν να μην υπάρχεις. Σαν να έχεις πουλήσει στην Ελλάδα αντίτυπα μόνο στους συγγενείς σου. Ο μόνος τρόπος λοιπόν να ζήσεις από το γράψιμο είναι είτε να σταθείς πολύ τυχερός είτε να γράψεις πολλά βιβλία Μέχρι τότε όμως, πρέπει να βρεις μια κανονική δουλειά, δυστυχώς. Και λέω δυστυχώς γιατί όταν δουλεύεις, ο χρόνος που έχεις για να γράψεις μειώνεται δραματικά.


Το βιβλίο πάντα είχε μια ξεχωριστή θέση στην καρδιά των ανθρώπων.. Τώρα που έγιναν όλα σε ηλεκτρονική μορφή, πιστεύεις πως έχει βοηθήσει να διαβάζει ο κόσμος περισσότερα βιβλία ή ξεθωριάζει σιγά σιγά η αίγλη του βιβλίου;

Νομίζω ότι κάθε χώρα είναι διαφορετική. Στην Ελλάδα είμαστε ακόμα προσκολλημένοι στην τηλεόραση. Έχω την εντύπωση ότι ακόμα και αν όλα τα κανάλια ρίξουν μαύρο, ο Έλληνας θα μείνει να κοιτάει περιμένοντας να πέσει κάποιο σήμα. Αυτό που έχω καταλάβει πάντως και με έχει εκπλήξει ευχάριστα είναι ότι τα νέα παιδιά διαβάζουν περισσότερο απ’ όσο πίστευα. Πέρα από τον τυπικό Έλληνα αναγνώστη, τη μεσήλικη Ελληνίδα νοικοκυρά δηλαδή, υπάρχει και η νέα γενιά που διαβάζει σε pdf, στο κινητό, στην ταμπλέτα, στο e-reader. Αυτό είναι το μέλλον του βιβλίου και δε με ενοχλεί καθόλου. Εγώ θέλω να διαβάζουν οι άνθρωποι, το πώς θα το κάνουν είναι δικό τους θέμα. Όσο με ευχαριστεί να μπαίνω σε ένα βιβλιοπωλείο και να μυρίζω το χαρτί που αγγίζουν με αγάπη οι επισκέπτες, άλλο τόσο με ευχαριστεί να μπαίνω στο μετρό και να βλέπω ανθρώπους να διαβάζουν στο Kindle. Η αίγλη του βιβλίου δε θα χαθεί ποτέ. Το βιβλίο είναι το φθηνότερο εισιτήριο για να ταξιδέψεις μακριά. Μόνο χαζός πρέπει να ‘σαι για να μην το εκμεταλλευτείς.


Και μιας και πιάσαμε το θέμα της ηλικίας, είσαι ένας νέος άνθρωπος, σύγχρονος και μέσα σε όλα!
Η σχέση σου με τα social media είναι  πολύ καλή και μάλιστα είσαι και πολύ active!  Η ερώτηση μου είναι η εξής: Πιστεύεις πως τελικά βοηθάνε τα social media στην επικοινωνία των ανθρώπων ή σε βάθος χρόνου ίσως.. να την καταστρέφουν;

Δεν ξέρω αν την βοηθάνε ή αν την καταστρέφουν. Το μόνο σίγουρο είναι ότι την βάζουν σε φόρμες που δεν είχαμε πριν και που τώρα δυσκολευόμαστε να χειριστούμε, καθότι ακόμα τις εξερευνούμε. Αυτή η διαδραστικότητα και η αμεσότητα του ιντερνετικού λόγου είναι καταλυτική και εξισώνει τους ανθρώπους-χρήστες. Για παράδειγμα, ο υπουργός που θα πει κάτι στο ίντερνετ, θα δεχθεί ευθεία κριτική, άγρια και σκληρή, από τους τελικούς αποδέκτες του λόγου του. Παλιότερα, την κριτική την έκανε μόνο ο δημοσιογράφος που τον έγλειφε και λίγο για να διατηρεί καλές σχέσεις. Το ίδιο και ο δημοσιογράφος, το ίδιο και ο «σελέμπριτι» που είχε συνηθίσει να δέχεται μόνο θαυμασμό και τώρα του κακοφαίνονται τα ειρωνικά σχόλια απ’ όσους δεν ανήκουν στο target group του. Όσο κανιβαλιστικό και αν είναι αυτό προς το παρόν, νομίζω ότι τα πράγματα θα διορθωθούν όταν όλοι καταλάβουν πώς λειτουργούν τα social media. Όσο για την καθημερινή μικροεπικοινωνία, από τη στιγμή που η μετανάστευση στέλνει κάποιους ανθρώπους πολύ μακριά, τα SM δεν κάνουν τίποτα διαφορετικό από αυτό που κάποτε έκανε το τηλέφωνο και ακόμα παλιότερα, τα γράμματα.


Παίρνεις θέση στα γεγονότα και αυτό φαίνεται, και μάλιστα δεν έχεις και ενδοιασμούς να  εκφράσεις την θέση σου! Σου έχει κοστίσει ποτέ; Μιας και ανήκεις στον πνευματικό κόσμο, και είστε λίγο στο μάτι του κυκλώνα τον τελευταίο καιρό..

Για να είμαι ειλικρινής, δε μ’ αρέσει καθόλου ο επίκαιρος όρος «πνευματικός κόσμος». Κακώς οι άνθρωποι θεωρούν συγγραφείς, σκηνοθέτες κλπ ως πνευματικούς ανθρώπους. Το να είσαι δημιουργικός και να κάνεις κάτι που σου αρέσει και ενδεχομένως αρέσει και σε κάποιους που το πληρώνουν για να το αποκτήσουν, δε σε κάνει απαραίτητα πνευματικό. Μπορείς μια χαρά να είσαι μαλάκας ή βολεψάκιας. Πνευματικός μπορεί κάλλιστα να είναι ένας οικογενειάρχης που έχει μαγαζί με εσώρουχα και γυρνάει σπίτι του και διαβάζει Νίτσε. Οι πνευματικοί άνθρωποι ή διανοούμενοι, όπως αλλιώς τους λένε, κρίνονται από το πώς ζουν και από το πώς φέρονται, όχι από το τι επάγγελμα εξασκούν.

Όσο για το πρώτο σκέλος της ερώτησής σου, ναι, πιστεύω ότι μου έχει κοστίσει αρκετά, κυρίως όταν εκφέρω πολιτικές απόψεις που δεν αρέσουν σε ανθρώπους που είχαν εκφραστεί θετικά για τον τρόπο γραφής μου. Μου στέλνουν μερικοί τη διαφωνία τους και μετά μου γράφουν «Κρίμα, και μου αρέσατε σαν συγγραφέας». Θεωρούν δηλαδή ότι επειδή τους άρεσε ένα κείμενο που έγραψα θα έπρεπε και να συμφωνούμε στα πολιτικά, και ότι εφόσον αυτό δεν συμβαίνει, είναι καταδικαστέο. Κάθε άλλο. Αλίμονο αν ο Αναγνωστάκης πχ άρεσε μόνο σε αριστερούς ή ο Χατζηδάκις μόνο σε δεξιούς. Βρισκόμαστε όμως γενικά σε μια εποχή σύγχισης, όπου η κριτική και η διαφωνία θεωρείται αυτοσκοπός, προκειμένου να γλιτώσεις την ταμπέλα που συνοδεύει την αποδοχή μιας άποψης.


Και αφού φτάσαμε και στις επίμαχες ερωτήσεις.. έχουν συμβεί στην χώρα μας τα ανείπωτα. Ποια είναι η θέση σου σε όλα αυτά που συμβαίνουν; Και δεν αναφέρομαι μόνο στην κρίση την οικονομική αλλά και στην κοινωνική.

Δεν ξέρω. Όλο λέω ότι ακόμα παρατηρώ και συλλέγω στοιχεία για να βγάλω συμπεράσματα, και όλο επεμβαίνω και προσπαθώ να εκφέρω γνώμη. Είναι πολύ ρευστή η εποχή, όσο κι αν την αντιλαμβανόμαστε ως στάσιμη. Είμαστε σαν το σημείο ενός ποταμού όπου ξεβράζουν πολλοί χείμαρροι. Δημιουργούνται μικροί στρόβιλοι, ανακινείται η λάσπη, τα ψάρια τρέχουν τρομαγμένα, αλλά μετά από λίγο όλα γίνονται κομμάτι του ποταμού και συγχρονίζονται. Το ερώτημα είναι αν ο δικός μας ποταμός καταλήγει σε θάλασσα ή σε καταρράκτη.


Μέσα από την προσωπική μου απορία, γιατί δεν αντιδρά ο κόσμος, θα ήθελα να σε ρωτήσω ποια είναι η γνώμη σου; Γιατί δεν αντιδρά ο κόσμος; Και επίσης πιστεύεις πως εμείς οι νέοι άνθρωποι, με αφορμή αυτά που βλέπω και γύρω μου σε ρωτάω, πρέπει να πολιτικοποιηθούμε ουσιαστικά αν τυχόν θέλουμε να αλλάξει κάτι ή να πάρουμε τις αποστάσεις μας από αυτό που λένε πολιτική;

Έχουμε αυτή τη στιγμή την ψυχολογία της γυναίκας που κακοποιείται από το σύζυγό της. Ταπεινωνόμαστε, ανεχόμαστε κάθε είδους εξαθλίωση, ψυχική ή σωματική, αλλά σιωπούμε. Πνίγουμε τον πόνο μας πίσω από καταπιεσμένα χαμόγελα, γιατί πιστεύουμε ακόμα ότι τα πράγματα θα αλλάξουν. Ότι θα τα αλλάξει ο ίδιος ο άνθρωπος που μας καταπιέζει. Η κρίση μας έχει καμφθεί από τον πνευματικό υποσιτισμό. Όταν μας λένε «fuck you» και μας αποκαλούν «πρόθυμους ηλίθιους» επειδή διαφωνούμε με την καταπίεση που βιώνουμε, που μόνο εμείς ξέρουμε πόσο πραγματική και ψυχοφθόρα είναι, αναγκαζόμαστε να αναρωτηθούμε μήπως είμαστε η εξαίρεση. Μήπως δε νιώθουν και όλοι οι άλλοι έτσι, αλλά μόνο εμείς. Έτσι γινόμαστε αδύναμοι. Όσο αδύναμη νιώθει η γυναίκα που γίνεται θύμα ενδοοικογενειακής βίας και δεν έχει πού να πάει αν εγκαταλείψει το σπίτι της, άλλο τόσο νιώθουμε κι εμείς. Γι’ αυτό φοβόμαστε να δοκιμάσουμε κάτι διαφορετικό. Και όσο δυνάστης και αν φαίνεται η κυβέρνηση συνεργασίας, άλλο τόσο λιμοκοντόρος γαμπρός φαίνεται η αντιπολίτευση. Ωραία λόγια που ξέρουμε ότι δε θα μας λύσουν τα προβλήματα της επόμενης μέρας.

Αυτό που πρέπει να κάνουμε, πιστεύω, είναι να πολιτικοποιηθούμε, αλλά μακριά από τα κόμματα. Να διαβάσουμε απόψεις και να συνδιαλλαχθούμε για το πώς θα κάνουμε τη Δημοκρατία να λειτουργήσει σωστά. Να μάθουμε να ακούμε και να συζητάμε. Να βρούμε λύσεις στα αδιέξοδα. Να αντιμετωπίσουμε τον ακραίο συντηρητισμό και τον αναδυόμενο φασισμό σώζοντας όσους ακόμα μπορούν να σωθούν, και ειδικά τα νέα παιδιά. Αυτά όμως πρέπει να γίνουν μακριά από τα κόμματα. Μακριά από τους νέους που κρατάνε σημαίες ακόμα και χειροκροτάνε τον αρχηγό τους. Λυπάμαι αν στεναχωρώ φίλους, αλλά ο οπαδός του ΣΥΡΙΖΑ, δεν έχει διαφορά από τον οπαδό του ΠΑΣΟΚ. Και οι δύο το ίδιο αντικειμενικοί πιστεύουν ότι είναι. Και οι δύο πριν καλά καλά το καταλάβουν, υπερασπίζονται για το κόμμα τους αυτά που κατηγορούν στους άλλους. Τα κόμματα σήμερα κάνουν ό,τι έκανε και η θρησκεία στο Μεσαίωνα. Πάμε λοιπόν όσοι διαφωνούμε να βρούμε πώς θα φέρουμε την Αναγέννηση.


Ζεις στην Αγγλία, μόνιμα.. Αν μπορούσες θα γυρνούσες πίσω;

Έχοντας πει όλα αυτά τα αισιόδοξα, θα ακουστώ ρίψασπις τώρα αν πω όχι. Αλλά όχι. Μ’ αρέσει η πολυπολιτισμικότητα που συναντάς εκτός Ελλάδας. Κάθε εθνικότητας άνθρωπος που γνωρίζεις, έχει τόσα να σου δώσει, που θα ‘ταν κρίμα να φύγω πριν μαζέψω όλα όσα μπορώ. Άλλωστε, η κρίση είναι γενικευμένη. Κι εδώ η οικονομία πάει από το κακό στο χειρότερο, κι εδώ ανεβαίνει ο εθνικισμός. Μιλάω σε όλους για τα σημάδια στην αγγλική κοινωνία που κατόπιν εορτής αναγνωρίσαμε στην κρίση στην Ελλάδα. Βοηθάει πολύ αυτό. Προφανώς όμως και γνωρίζω ότι όποιος με ακούει από την Ελλάδα, θεωρεί ότι μιλάω εκ του ασφαλούς. Δεν το αρνούμαι. Το θέμα όμως δεν είναι αν εγώ είμαι ήρωας ή αντι-ήρωας, αλλά το αν από αυτά που λέω υπάρχει κάτι που μπορεί σε κάποιον να φανεί ωφέλιμο.


Αυτόν τον καιρό γράφεις κάτι καινούργιο; Τι μας ετοιμάζεις;
 

Σε λίγες μέρες, το δεύτερο μου μυθιστόρημα, «Το Μυστικό του Λεβάντε» κλείνει τον πρώτο του χρόνο ζωής. Είναι ολοκληρωμένο, αλλά όχι διορθωμένο. Λίγο η τεμπελιά, λίγο η πολλή δουλειά, παραμένει ακόμα στο συρτάρι. Επειδή όμως θα πάω ένα ταξίδι στην Αργεντινή τέλος Σεπτέμβρη, ελπίζω ότι όταν γυρίσω, θα μπορέσω να κάνω μια πρόχειρη σχετική ηλεκτρονική έκδοση. Κάτι σαν οδοιπορικό. Είναι κάτι που πάντα ήθελα να κάνω. Να συλλάβω σε χαρτί τις εντυπώσεις της στιγμής από πράγματα που μέχρι τώρα αποτύπωνα μόνο σε φωτογραφίες.

Και για τελευταία ερώτηση κράτησα την πιο απλή..Είσαι ευτυχισμένος;

Πιστεύω στην «καταστηματική ηδονή». Δε θα εξηγήσω τιον όρο, αλλά θα καλέσω όποιον θέλει να μάθει, να διαβάσει λίγα πράγματα για τον Επίκουρο. Η απάντηση λοιπόν είναι ναι. Βρίσκω τον τρόπο κάθε μέρα να γεύομαι λίγες σταγόνες ευτυχίας.