Συνέντευξη: “Ας κάνουμε τα βιβλία να λειτουργήσουν ως διέξοδοι”

Όταν μεγάλωσε, αποφάσισε να βάλει στις αποσκευές του όνειρα, αγάπη, όραμα, και να ταξιδέψει μακριά από την γενέθλια γη του. Αυτό όμως δεν τον εμπόδισε να αγαπάει την πατρίδα του και ν’ ανησυχεί γι’ αυτή. Πρόκειται για έναν νέο συγγραφέα, ιδιαίτερο, ευαίσθητο, που επικοινωνεί και συζητά καλοπροαίρετα. Ο Στέφανος Λίβος είναι ήρεμος, με καλούς τρόπους. Αξιοπρεπής χωρίς να είναι υπερόπτης, σκεπτόμενος χωρίς να είναι σοβαροφανής, αλλά κυρίως τα νιάτα του τού δίνουν έναν ανοιχτό ορίζοντα να εξελιχθεί.


Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Οι τίτλοι των βιβλίων σας είναι πρωτότυποι και έξυπνοι. Σε προδιαθέτουν να συνεχίσεις… Με ποιο τρόπο βαφτίζετε τα έργα σας;
Με το κριτήριο να συνοψίζουν σε μερικές λέξεις το νόημα της ιστορίας. Το «Όσα χωράει μια στιγμή» το καταφέρνει, όπως και ο τίτλος «Το Μυστικό του Λεβάντε» για το επόμενο βιβλίο.

Θα θέλατε να μας πείτε λίγα λόγια για το «ΟΣΑ ΧΩΡΑΕΙ ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ»;
Είναι ένα βιβλίο που ξεκίνησα στα 16, τελείωσα στα 23 και διόρθωνα μέχρι τα 27. Ξεκινάει με μια φράση-κλειδί, ότι όλη η ιστορία κρατάει στην πραγματικότητα μόνο μια στιγμή, και μιλάει για έναν άνθρωπο, ο οποίος βλέπει τη ζωή του να αλλάζει ριζικά από γεγονότα της μιας στιγμής.

Ο συγγραφέας είναι άνθρωπος παράξενος, μοναχικός, ιδιόρρυθμος, ή ένας άνθρωπος, όπως όλοι;
Είναι ένας άνθρωπος όπως όλοι, με τη διαφορά ότι κατά βάθος είναι βαρετός. Αφού φύγει η επικάλυψη του δημιουργικού ανθρώπου, δεν μένει παρά μια κρυφοκαταθλιπτική φύση.

Όταν γράφετε ένα καινούργιο βιβλίο, τί συνθήκες θέλετε να επικρατούν γύρω σας και μέσα σας;
Απόλυτη ησυχία και ηρεμία. Παλιότερα νόμιζα ότι μπορούσα να γράψω μόνο όταν ήμουν πεσμένος ψυχολογικά, επειδή σε μια τέτοια κατάσταση έχεις περισσότερη ενέργεια, που πρέπει να διοχετευθεί κάπου. Πλέον κατάλαβα ότι, όπως η όρεξη έρχεται τρώγοντας, έτσι και η έμπνευση έρχεται γράφοντας.

Ταυτίζεστε με τους ήρωές σας; Κουβεντιάζετε μαζί τους;
Όχι. Τους δημιουργώ, τους δίνω τα βασικά τους χαρακτηριστικά και μετά αποστασιοποιούμαι. Ό,τι έχουν να πουν δεν απευθύνεται σε μένα, αλλά στον αναγνώστη. Εγώ απλά τους δίνω την ευκαιρία.

Πιστεύετε, κύριε Λίβε, πως οι επιλογές είναι αυτές που μετράνε σε μια πορεία ζωής και αν λειτουργεί κάποιος μόνο με όνειρα, καθυστερεί την εξέλιξή του;
Σε καμία περίπτωση. Αυτό που μπορεί να κάνει κάποιος είναι να σπάσει το όνειρο σε κομμάτια, να τα ονομάσει φιλοδοξίες, να τα θέσει ως στόχους και να κινηθεί όπως πρέπει για να τους πετύχει. Το θέμα βέβαια είναι να μην κυνηγάς άπιαστα όνειρα. για παράδειγμα να ακούγεσαι σαν κατσίκι σε σφαγή και να θες να γίνεις Whitney Houston. Βλέπουμε πολλά τέτοια παραδείγματα, και ναι, σε αυτές τις περιπτώσεις οι άνθρωποι απλά χάνουν τον χρόνο τους, ενώ θα μπορούσαν να ασχολούνται επιτυχώς με κάτι άλλο.

Νομίζετε πως υπάρχει ακόμη κοινό στις μέρες μας, που αγοράζει και θα αγοράζει βιβλία;
Αυτοί που αγόραζαν βιβλία συνεχίζουν να αγοράζουν, αν και λιγότερα λόγω της κρίσης. Σιγά σιγά, όμως, πιστεύω ότι θα δούμε μια άνθιση, διότι ο κόσμος βυθίζεται στην παρακμή και οι άνθρωποι αναζητούν διεξόδους. Οφείλουμε να κάνουμε τα βιβλία να λειτουργήσουν ως τέτοιες.

Η σημερινή κατάσταση στην Ελλάδα, πώς λειτουργεί μέσα σας;
Με θυμό, που πηγάζει από την εικόνα ενός λαού που γίνεται πειραματόζωο χωρίς να αντιδρά. Σε κάθε παραφροσύνη της κυβέρνησης, λες «Τώρα θα κάνουν κάτι, δεν μπορεί», αλλά πάλι δεν κουνιέται φύλλο. Θυμώνω, διότι εμείς που είμαστε μακριά δεν ξέρουμε πώς να βοηθήσουμε. Μπορούμε μόνο να μεταφέρουμε στους ξένους την κατάσταση που επικρατεί στην Ελλάδα, και να καταρρίψουμε τους μύθους των διεθνών ΜΜΕ. Αλλά δεν εκτιμάται από πολλούς και αυτό δημιουργεί μια πικρία. Θεωρούν ότι περνάμε ζωή και κότα, επειδή ακούν τις λέξεις Λονδίνο, Βερολίνο, Παρίσι, Νέα Υόρκη, αλλά δεν είναι έτσι. Προφανώς, ό,τι λέμε το λέμε εκ του ασφαλούς, παρόλο που όλοι έχουμε οικογένειες που παλεύουν καθημερινά. Θα μπορούσαμε όμως να έχουμε ρίξει μαύρη πέτρα πίσω μας, και δεν το κάναμε. Αυτό, νομίζω, κάτι σημαίνει.

Ποια ήταν η σχέση σας με το βιβλίο πριν ασχοληθείτε δημιουργικά με αυτό;
Επειδή ξεκίνησα να γράφω πολύ μικρός, όποτε έπιανα στα χέρια μου ένα βιβλίο, δεν το διάβαζα ποτέ σαν απλός αναγνώστης, αλλά το μελετούσα (υποσυνείδητα μάλλον) σα μαθητής. Έβλεπα τη γεωγραφία των λέξεων, τα σχήματα, τα σημεία στίξης και μάθαινα. Ήταν μια σπουδή για μένα, όχι απλά ένα χόμπι.

Όταν βρισκόσασταν σε κάποιο βιβλιοπωλείο είχατε ποτέ φανταστεί ότι μια μέρα θα κοσμούσε τα ράφια του ένα βιβλίο που θα έφερε την υπογραφή σας;
Δεν θέλω, κυρία Δούλη, να ακουστώ αλαζόνας, αλλά ήξερα ότι θα συμβεί μια μέρα. Αυτό ήταν το όνειρό μου και σε μια Ελλάδα όπου έφτασαν να κυκλοφορούν 6.000 νέοι τίτλοι τον χρόνο, μαθηματικά και μόνο δεν ήταν κάτι ανέφικτο. Άλλωστε, με τις δυνατότητες της αυτοέκδοσης, που υπάρχουν πλέον, όσο κακός συγγραφέας και να είναι κάποιος, ο δρόμος για το ράφι τού βιβλιοπωλείου δεν είναι μακρύς.

Πόσο σημαντικό ρόλο παίζουν τα συναισθήματα στην επαφή σας με το χαρτί και πόσο η λογική. Ποιο από τα δύο «σας κρατά το χέρι»;
Και τα δύο. Τα συναισθήματα είναι αυτά που θα σε βοηθήσουν να χρωματίσεις το κείμενο και η λογική αυτή που θα σε βοηθήσει να το δομήσεις σωστά. Γι’ αυτό και πάντα στην πρώτη γραφή είμαι νηφάλιος, αποφεύγοντας μουσική και εξωτερικά ερεθίσματα, για να είμαι σίγουρος ότι η ιστορία χτίζεται με το σωστό τρόπο, χωρίς να δημιουργούνται κενά. Όταν αρχίζω τις διορθώσεις όμως είμαι πιο χαλαρός. Λίγη μουσική και λίγο κρασί δίνουν πάντα μεγαλύτερη ελευθερία στα συναισθήματα για να βγουν προς τα έξω και να μπουν στο κείμενο.

Σε ποια μαγική συνταγή οφείλεται το γεγονός ότι γράφετε για πράγματα που, λόγω του νεαρού τής ηλικίας σας, δεν έχετε ζήσει, κι όμως εισπράττει ακριβώς το αντίθετο ο αναγνώστης;
Καμία μαγική συνταγή. Τα πάντα είναι θέμα παρατηρητικότητας και γνώσης. Κάθε συγγραφέας οφείλει να έχει μάτια και αυτιά ανοιχτά σαν κεραίες. Να ακούει προσεκτικά τις ιστορίες των άλλων, τα κουτσομπολιά, να διαβάζει ό,τι πέφτει στα χέρια του, να βλέπει τηλεόραση, ταινίες, και όπου δημιουργούνται κενά, να τα καλύπτει με τη φαντασία.

Πότε αισθάνεστε καλύτερα, στο ξεκίνημα ενός βιβλίου ή όταν γράψετε τη λέξη «τέλος»;
Είναι το δίπολο της ευτυχίας τού να γράφεις ένα βιβλίο. Όλα τα υπόλοιπα είναι σκληρή δουλειά, που απαιτεί πολύ χρόνο και πολλή ενέργεια. Η αρχή περιέχει έναν ακατάπαυστο ενθουσιασμό, που σε γεμίζει ανεξάντλητη ενέργεια, από την άλλη όμως το τέλος έχει τη χαρά, που νιώθει και μια μάνα όταν ακούει το πρώτο κλάμα του μωρού της. Είναι δύσκολο να διαλέξεις τι από τα δύο είναι καλύτερο.

Αισθάνεστε σιγουριά στο γράψιμο ή κάποιες φορές έχετε ανασφάλεια για τα βιβλία σας; Φοβάστε την κριτική των αναγνωστών και «κριτικών» ή όχι;
Κανείς δημιουργός δεν πρέπει να αισθάνεται σίγουρος για το έργο του, παρά μόνο για τον επιμελή τρόπο με τον οποίο δούλεψε. Προσωπικά δεν φοβάμαι καμία κριτική που έρχεται από κάποιον γνώστη, δηλαδή από έναν άνθρωπο που διαβάζει πολλά βιβλία και ξέρει να μου πει τι ακριβώς του άρεσε και τι όχι. Μόνο έτσι η κριτική, είτε θετική είτε αρνητική, έχει κάτι να σου προσφέρει και να σε κάνει καλύτερο.

Τί θεωρείτε ότι προσφέρουν τα βιβλία στον αναγνώστη;
Ένα φθηνό εισιτήριο για διακοπές του μυαλού. Δίνεις 10-15 ευρώ και αγοράζεις έναν κόσμο, που κάποιος έχτισε με προσοχή και φροντίδα μέσα σε μερικούς μήνες ή χρόνια, για να περάσεις εσύ μερικές ώρες ή μέρες. Όταν τελειώνω ένα καλό βιβλίο, νιώθω πιο πλούσιος, πιο ώριμος, πιο γεμάτος.

Πηγή