Έπαινος από την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών, 2003
Ξύπνημα πρωινό και δυο πλατιές δρασκελιές ως το παράθυρο. Οι λευκές νιφάδες είναι εκεί και με περιμένουν, καθώς πέφτουν ασταμάτητα από τον αγαπημένο μου ουρανό. Η αυλή στρωμένη με πάπλωμα χιονιού και τα, μέχρι πριν λίγες ώρες γυμνά, δέντρα ντυμένα με λευκά ιμάτια. Γρήγορα μες το σπίτι, δίπλα στο τζάκι, με ένα φλιτζάνι ζεστή σοκολάτα να ζεσταίνει τις παλάμες και οικογενειακή θαλπωρή. Πάμε, ο χιονάνθρωπος μας περιμένει να παίξουμε…
Μες τη νύχτα, ο δρόμος προς την εκκλησιά φωτίζεται με τις λαμπάδες μας. Χαρούμενες φωνούλες από τα μικρά παιδάκια, συζητήσεις των μεγαλυτέρων. Φτάσαμε. Θεία Λειτουργία και τα φώτα σβήνουν. Δεύτε λάβετε φως… και η εκκλησιά αρχίζει να φωτίζεται ξανά. Βγαίνουμε στο προαύλιο υπό το φως των κεριών. Οι άνθρωποι έρχονται πιο κοντά· αγκαλιάζονται και φιλιούνται. Χριστός ανέστη, χρόνια πολλά…
Ξημερώνει στο χωριό. Η γιαγιά στην κουζίνα φτιάχνει τηγανίτες. Οι μανάδες μας στρώνουν τα κρεβάτια. Εμείς, οι πιο μικροί, ξυπνάμε ο ένας τον άλλον. Τηγανίτες με ζάχαρη και γάλα, στη βεράντα. Οι άντρες έχουν σηκωθεί πιο νωρίς. Ήδη σουβλίζουνε το μεσημεριανό μας γεύμα. Ποτηράκια με τσίπουρο, μεζέδες, πειράγματα, προπόσεις κι ευχές. Το μισοχαλασμένο ραδιόφωνο αρχίζει να παίζει τις δικές του μελωδίες. Γέλια και τραγούδια και ο ήχος των ποτηριών που τσουγκρίζουνε. Εις υγείαν…
Με την κοπέλα που μεγαλώσαμε μαζί καθόμαστε σε μια αποβάθρα στην άκρη ενός αυτοσχέδιου λιμανιού. Όσο κι αν το θέλω, δεν μπορεί να μου καθορίσει τη ζωή αυτή η κοπέλα. Υπάρχουν κι άλλοι άνθρωποι που πρέπει να γνωρίσω. Χωριζόμαστε τώρα, ώστε αν το θέλει η τύχη, οι δρόμοι μας να συναντηθούνε ξανά. Γι’ αυτό, εντελώς αθώα ανταλλάσσουμε ένα αγνό φιλί, το πρώτο μας και ίσως τελευταίο μας, που, όμως, θα μας μείνει αξέχαστο, ώστε όταν μετά από πολλά χρόνια και πολλά φιλιά, βρεθούμε ξανά, να έχουμε κάτι ξεχωριστό μέσα στα τόσα άλλα ασήμαντα να θυμηθούμε…
Κάτω από τα πέπλα μιας ρομαντικής βραδιάς, βρισκόμαστε μαζί. Πόνος στο στομάχι και αγωνία, ίσως και λίγος φόβος, αλλά όλα μαζί με τόση γλυκύτητα περιτυλιγμένα, μάς χαρίζονται για να απολαύσουμε την κάθε στιγμή εκείνης της βραδιάς. Αδάμ κι Εύα θα ονόμαζε ένας ζωγράφος τον πίνακα που ζωγραφίζαμε μαζί εκείνο το βράδυ με τα χρώματα του έρωτά μας. Λίγες στιγμές αργότερα, με κοιτάζει τρυφερά και με χάρη που θα ζήλευε ένας ποιητής, μου ψιθυρίζει: Σ’ αγαπώ…
Στην παραλία, ξυπνάω λίγο πριν ανατείλει ο ήλιος, στην αγκαλιά της πιο γλυκιάς κοπέλας που με κάνει τον πιο ευτυχισμένο άνθρωπο επάνω στον κόσμο. Τα κύματα παφλάζουν καθώς χαϊδεύουν την υγρή αμμουδιά λίγα μέτρα μακριά μου, όσο ο ήλιος αναδύεται μέσα από τη θάλασσα, δίνοντάς της ένα κιτρινωπό χρώμα. Εκεί κοντά, η στάχτη από τη χτεσινοβραδινή φωτιά που σιγόκαιγε πλάι μας. Τα δυο γλυκά της μάτια ανοίγουν και, με τη λάμψη που έκλεψε από την πλάση του Θεού, μου στέλνει ένα υπέροχο, σα ζωγραφιά, χαμόγελο, μαζί με μια ευχή: καλημέρα…
Σ’ ένα ξεχασμένο από τον κόσμο κουτούκι, μαζί με φίλους λέμε τραγούδια της παρέας, συντροφιά με μια ρεμπέτικη ορχήστρα. Κοιταζόμαστε παράξενα, λες και αυτά τα χρόνια της νιότης και της αθωότητας κυλήσανε γρήγορα, όπως μια πέτρα στον γκρεμό. Προσπαθούμε να ζήσουμε τη στιγμή, πίνοντας άλλοι παλιό κρασί, άλλοι ρετσίνα, αλλά όλοι με την πικρή σκέψη στο νου ότι αυτή η βραδιά είναι η τελευταία, πριν ο καθένας από μας τραβήξει το δικό του δρόμο…
Το ξημέρωμα με βρίσκει ταξιδιώτη, με άγνωστο προορισμό. Ο ήλιος ανατέλλει, ο ουρανός έχει πάρει ένα γλυκό γαλάζιο χρώμα με βαφές απαλού κίτρινου. Η πάχνη αρχίζει να γλιστράει στο χώμα. Κάπως έτσι γλιστράω κι εγώ αργά αργά σε μια καινούργια ζωή, πατάω το γκάζι και το ταξίδι συνεχίζεται…
Σ’ ένα μοναστήρι, κάπου μακριά, έχω σταματήσει και, σαν απλός επισκέπτης, κάθομαι, νωρίς το πρωί, στο πέτρινο πεζούλι και αγναντεύω έναν απέραντο κάμπο. Η υγρασία με κάνει να έρχομαι πιο κοντά στον εαυτό μου καθώς συλλογίζομαι πώς έφτασα εκεί, ψάχνοντας έναν τόπο μακριά από τον πολιτισμό. Τα ξύλινα σήμαντρα καλούν τους μοναχούς στην πρωινή προσευχή, όσο εγώ συνομιλώ με τον ποιητή όλων αυτών: Εκείνον που με κοιτάει από ψηλά…
Κάπου στη μέση ενός πελάγου, πάνω σε ένα ιστιοπλοϊκό, έχω κατεβάσει τα πανιά, έχω σβήσει τη μηχανή και το μόνο που ακούγεται είναι η Πλάση στο μεγαλείο της. Ο Ήλιος ετοιμάζεται να κρυφτεί στην αγκαλιά της φίλης του, της Θάλασσας, πορφυρώνοντάς την τρυφερά. Κοιτάζω την ατελείωτη γραμμή του ορίζοντα και το πνεύμα μου ταξιδεύει ως την άκρη της, κάνοντας κάθε στιγμή και διαφορετικό ταξίδι. Κι όταν πια ο Ήλιος κοιμηθεί στην αγκαλιά της φίλης του, κι εγώ μείνω μόνος, θα έρθει η Σελήνη για να με συντροφεύσει στο ταξίδι μου, ώσπου να με βρει και πάλι το ξημέρωμα και ο Αυγερινός…
Η βραδινή χειμωνιάτικη καταιγίδα με βρίσκει μόνο σ’ ένα φάρο δίπλα στον ωκεανό. Σβήνω τα φώτα και με μόνο σύντροφο μου ένα κερί αναρριχώμαι στον κλωβό, όπου ο μεγάλος φανός χορεύει κυκλικά. Κοιτάζω το σβάρνισμα της ορμητικής θάλασσας επάνω στα βράχια. Ο χρόνος κυλά αργά, όπως και οι σταλαγματιές επάνω στο τζάμι…
Περασμένα μεσάνυχτα και το τηλέφωνο μού χαρίζει ένα βίαιο ουρλιαχτό μες στην νεκρική σιωπή της νύχτας. Οι χτύποι της καρδιάς εντείνονται, αλλά όλα είναι για ένα φίλο που ζητάει χέρι βοηθείας. Του το απλώνω εγκάρδια, γνωρίζοντας ότι σε κάποια άλλη δύσκολη στιγμή, θα είμαι εγώ αυτός που, μες στη νύχτα, θα σχηματίσω έναν αριθμό τηλεφώνου, αυτόν που τόσο καλά γνωρίζω…
Περπατώντας σε πολυσύχναστους δρόμους, ανάμεσα σε αδιάφορους ανθρώπους, κάτω από έναν θλιμμένο ουρανό με σταχτιές πινελιές, την είδα. Περπατούσε γλυκά, με τα λαμπερά της μαλλιά ν’ ανεμίζουν στον άνεμο και το βλέμμα της να περιπλανιέται ανήσυχο, ώσπου –σαν κάτι να βρήκε– σταμάτησε επάνω μου. Με κοίταξε. Την κοίταξα και ο κόσμος άλλαξε. Τα πουλιά κελάηδησαν, τα μπουμπούκια άνθισαν, ο ουρανός έλαμψε και χαμογέλασε. Μου χαμογέλασε. Της χαμογέλασα. Αγαπηθήκαμε…
Στο παραθαλάσσιο εκείνο σπίτι όπου περνούσα μικρός τα καλοκαίρια μου, καθόμαστε εγώ κι εκείνη στη βεράντα, όπου συνήθιζα να περνάω τις καλοκαιρινές βραδιές μου με εκείνα τα πρόσωπα που είχα αγαπήσει τόσο και τώρα δεν υπάρχουν πια. Της διηγούμαι τις ιστορίες που είχα ακούσει σαν παιδί σε εκείνη την βεράντα, καθώς το ηλιοβασίλεμα βάφει με τα πορφυρά του χρώματα τα πρόσωπά μας. Όλη ετούτη η σκηνή έχει μια μαγεία τέτοια, που λες πως έτσι θα μας βρει το πρωί, να κοιταζόμαστε παραδομένοι και σιωπηλοί…
Φθινοπωρινός αέρας που γδύνει τα δέντρα. Σ’ ένα πάρκο, περιμένω να φανεί. Να την, έρχεται. Ρίγος –όχι από κρύο– με διαπερνά ολάκερο. Φθάνει κοντά, την φιλώ τρυφερά. Καθόμαστε σε ένα παγκάκι. Την κοιτάζω για να βεβαιωθώ ότι κάνω το σωστό και βγάζω δειλά δειλά από την τσέπη το μαγικό κουτάκι. Το ανοίγω και από μέσα ξεπροβάλλει η λάμψη ενός συμβολικού δαχτυλιδιού. Γονατίζω μπροστά της. Θα μου χαρίσεις το χορό του Ησαΐα; Με κοιτάζει, δακρύζει, απλώνει τα χέρια της και μ’ αγκαλιάζει. Θαρρώ πως μου απάντησε με το δικό της τρόπο!…
Καλοκαιρινό βραδάκι και περίπατοι στο λιμάνι κάτω από το φως των λυχνιών. Καλή παρέα, που βρέθηκε ξανά μετά από πολλά χρόνια. Καλοπροαίρετα λογοπαίγνια και διηγήσεις κωμικών ιστοριών. Στο τέλος της διαδρομής μια ψαροταβέρνα. Στιγμές αργότερα, φρέσκο ψαράκι, ψημένο στα κάρβουνα και παλιό, βαρελίσιο κρασί με θεσπέσιο, μεθυστικό άρωμα. Τα παιδιά μας παίζουν πιο πέρα τα παιχνίδια που διασκέδαζαν και μας πολλά χρόνια πριν. –Πώς πέρασαν έτσι τα χρόνια από εκείνο το βράδυ στο υπόγειο κουτούκι;– Το μαγαζί πλημμυρίζει με τα γέλια από τις εύθυμες συντροφιές, που μαζί με μια κιθάρα, αρχίζουν να τραγουδούν παλιές αγαπημένες μουσικές. Κι όλοι μαζί να αναπολούμε παλιές, μα όχι ξεχασμένες στιγμές…
Σε εκείνο το μισητό νοσοκομείο με την λευκή ψυχρότητα, περιμένω με ανυπομονησία έξω από μια πρασινωπή πόρτα. Οι κακές σκέψεις μοιάζουν με κάρβουνα που έχουν γεμίσει το πάτωμα και με κάνουν να μην μπορώ να σταθώ σε ένα σημείο. Ο χρόνος στο μεταλλικό ρολόι του τοίχου μοιάζει να έχει σταματήσει, σαν να διασκεδάζει κι αυτός με την αγωνία και το χτυποκάρδι μου. Κάποια στιγμή, με θόρυβο τρομακτικό σαν κτίριο που καταρρέει, ανοίγει η πρασινωπή πόρτα και ο λευκοντυμένος ημίθεος με πλησιάζει σκεπτικός: Λυπάμαι…
Σήμερα την επισκέφθηκα. Ακούμπησα μια ανθοδέσμη με κόκκινα τριαντάφυλλα –τα αγαπημένα της λουλούδια– επάνω στο μάρμαρό της. Καθαρίζω τη μαρμαρένια αυλή της από μερικά άψυχα –όπως αυτή που αγάπησα τόσο– κιτρινισμένα φύλλα και γεμίζω με λάδι το καντηλάκι της. Το ανάβω. Κοιτάζω τη φωτογραφία της και το ποίημα που της έγραψα όλο πάθος, συγκίνηση και πόνο. Έπειτα, κοιτώ το μαρμαρένιο της σταυρό και στρέφομαι προς τον ουρανό. Ένα δάκρυ κυλά στο μάγουλο. Γιατί μου την έκλεψες, Θεέ μου;…
Χρόνια αργότερα, σ’ ένα μικρό σπιτάκι, κοιτάζω τον καθρέφτη. Τα γένια μου άσπρισαν, οι ρυτίδες μου βαθύνανε, τα μάτια μου ατόνησαν, η φωνή μου εξασθένισε. Όσο είχα ακόμη καιρό, πήρα μια παλιά πένα. Τη βούτηξα στο μελάνι κι άρχισα να σχεδιάζω γράμματα και με τα γράμματα να μαστορεύω λέξεις και μ’ αυτές να σκαρώνω προτάσεις. Σιγά σιγά είχα αρχίσει να γράφω τη ζωή μου σ’ ένα κομμάτι χαρτί, που ‘χε γλιτώσει, τελικά, απ’ το να γίνει προσάναμμα για τη φωτιά στο τζάκι, που θα με ζέσταινε το βράδυ. Με πήρε η μέρα να γράφω. Το πετρέλαιο στη λάμπα είχε αρχίσει να σώνει· δε με ένοιαξε διόλου. Θυμόμουνα κι έγραφα. Έγραφα κι αναπολούσα. Αναπολούσα και ζωντάνευα…
Έπειτα απ’ όλα αυτά, όταν ‘θε να ‘ρθει η στερνή μου ώρα, με πάσο όλες τούτες τις στιγμές, θαρρώ πως θα μ’ ανοίξουν την πόρτα στον Παράδεισο, να μπω λίγο μέσα και να ξαποστάσω…