Το σούσουρο που έγινε στο χωριό εκείνα τα Χριστούγεννα δεν είχε προηγούμενο. Πήγαν οι άνθρωποι να παρακολουθήσουν τη λειτουργία ανήμερα της γιορτής και παραλίγο να καραφλιάσουν με εκείνο τον ιερέα, που τους είχανε στείλει λίγους μήνες πριν.
Τον γνώρισαν σαν ένα ταπεινό, ήσυχο ιερέα, σπουδαγμένο στο εξωτερικό. Το τι εκτίμηση του είχανε δε λέγεται. Εκκλησία σπίτι, σπίτι εκκλησία ήτανε. Ούτε έβγαινε ούτε μιλούσε ούτε έδινε αφορμή για σχόλια. Ο Θεός μας τον έστειλε, λέγανε τα γεροντάκια του χωριού.
Πού να ξέρανε τι στριμμένο άντερο ήταν πάντα! Πικρόχολος, γκρινιάρης, μίζερος, πάνω στα νεύρα σου τον έλεγες και μισάνθρωπο. Ήρθανε και τα τέσσερα χρόνια ανεργίας μετά από μεταπτυχιακό και διδακτορικό, κι έτσι έδεσε το γλυκό. Είδε και απόειδε, κι έτσι, αποφάσισε να γίνει παπάς. Όταν το ανακοίνωσε στους φίλους του, τον έραναν με ένα σωρό παροιμίες: «τεμπέλης και φαγάς, ή χωροφύλακας ή παππάς», «δεν έγινα παπάς να αγιάσω, έγινα παπάς για να περάσω», «παπάς εγίνεις, Κώστα; -Τό ‘φερε η κατάρα!»
Σχεδόν ένα χρόνο ήταν παπάς και ένιωθε ότι είχε αρχίσει να φτάνει στα όριά του. Πολλά τον εκνεύριζαν, αλλά τίποτα δεν τον ενοχλούσε περισσότερο από τους ανθρώπους που δεν έχαναν επ’ ουδενί την κυριακάτικη λειτουργία. Πέντε μαυροφορεμένες γριές και τρεις κοστουμαρισμένοι γέροι που πιάνανε από ένα στασίδι, προσκυνούσαν από τη νύστα και μόλις άνοιγαν τα μάτια, ανοιγόκλειναν και το στόμα, για να συνοδεύουν τον ψάλτη. Την ώρα της Θείας Κοινωνίας, πλακώνανε και κάτι άλλοι άσχετοι, με το μάτι τούμπανο από τον ύπνο, κι αμέσως μετά τη μεταλαβιά, βούταγαν όλοι από πέντε έξι αντίδωρα και εξαφανίζονταν. Την είχαν καθαρίσει τη συνείδησή τους.
Μετά απ’ όλα αυτά και άλλα πολλά, έφτασαν και τα Χριστούγεννα. Το ‘χε βαρεθεί το πολύ το κύριε, ελέησον, αλλά τι να ‘κανε; Ήρθαν κι απ’ τις πόλεις όλα τα παιδιά κι εγγόνια των μόνιμων θαμώνων, γέμισε η εκκλησία. Είχαν φορέσει τα καλά τους, χαιρετιόντουσαν όσοι είχανε καιρό να ιδωθούν, ψιθύριζαν τα νέα τους και κάθε που άνοιγε η πόρτα ξελαιμιάζονταν να δουν ποιος μπήκε. Μόλις ήρθε η ώρα να μεταλάβουν, έπεσε ένα στριμωξίδι απερίγραπτο. Με τη φασαρία που επικρατούσε, τα γέλια και τις φωνές τα ‘χασε ο παπα-άθεος και ξεσπάθωσε:
Νομίζετε δε σας βλέπω τόση ώρα που κουτσομπολεύετε ο ένας τον άλλο; Θέλετε να μεταλάβετε κιόλας, τρομάρα σας! Να ξεπλύνετε τις αμαρτίες σας και καλά! Ήρθαν τα Χριστούγεννα και θυμηθήκατε ότι έχετε γονείς και παππούδες και πλακώσατε όλοι στο χωριό! Δεν καθόσασταν στ’ αυγά σας… Θέλατε να έρθετε να γιορτάσετε τη γέννηση του Χριστού! Ζώα! Δεν γεννήθηκε σαν σήμερα ο Χριστός. Τη γέννηση του Μίθρα γιόρταζαν αυτή τη μέρα και το θεό Ήλιο! Μετά από τρεις αιώνες καθιερώθηκαν τα Χριστούγεννα, για να μετατραπούν οι εθνικές εορτές σε χριστιανικές! Κι ούτε υπήρχε πόλη Ναζαρέτ όταν γεννήθηκε ο Χριστός. Τον 7ο αιώνα ιδρύθηκε κι αυτή! Κι εσείς, μικρά, που με κοιτάτε με ανοιχτό το στόμα, μάθετε ότι τα δώρα κάτω απ’ το δέντρο τα βάζουν οι γονείς σας! Δεν υπάρχει Άγιος Βασίλης! Η κόκα-κόλα τον καθιέρωσε κι αυτόν!
Γούρλωσαν τα μάτια οι μεγάλοι και τα πιτσιρίκια το ‘ριξαν στο κλάμα. Βαλαντώσανε. Κατάλαβε τι μαλακία είχε κάνει ο παπα-άθεος και παρά τη μισανθρωπία του, στεναχωρήθηκε και πήγε να τα μπαλώσει:
Τέκνα μου, αν ακούσετε τέτοια λόγια τις Άγιες τούτες ημέρες, να ξέρετε ότι έχετε να κάνετε με οπαδούς του Αντίχριστου! Μην τους πιστεύετε, θέλουν το κακό το δικό σας, και της Ορθοδοξίας μας!
Ό,τι κι αν πιστεύει κανείς, πρέπει να ξέρει ένα πράγμα: η αλήθεια έβλαψε πολλούς, τα παραμύθια όμως δεν έβλαψαν ποτέ κανέναν.