Σαν να το ‘χω τάμα, πηγαίνω κάθε πρωί στο Πολυτεχνείο. Βρέχει χιονίζει, πάω και επισκέπτομαι τον τάφο του Κανέλου, του μέντορα του Λουκάνικου, που ήταν ο δικός μου μέντορας. Όπως πάνε οι άνθρωποι και αποδίδουν τις τιμές στους τάφους των προγόνων τους, έτσι πάμε κι εμείς.
Χρωστάω πολλά στο Λουκάνικο. Τι πολλά… Τα πάντα. Έχασα τη μάνα μου νωρίς, απ’ όταν ήμουν κουτάβι. Την πάτησε ένα αμάξι στην Πανεπιστημίου και ούτε που σταμάτησε για να την μαζέψει. Εντάξει, εδώ, θα μου πεις, πατάνε ανθρώπους και δεν σταματάνε. Άτιμη φάρα οι άνθρωποι.
Έτσι, έγινα αδέσποτο και άρχισα να γυρίζω από ‘δω κι από ‘κει, ψάχνοντας για φαγητό, με την κρυφή ελπίδα ότι κάποιος άνθρωπος θα βρεθεί και για μένα, να μου δώσει ένα σπιτικό. Δεν βρέθηκε. Βρέθηκε όμως ο Λουκάνικος. Με βρήκε έξω από το «Θανάση», να περιμένω να μου πετάξουν κάνα κομμάτι κεμπάμπ.
«Έλα εδώ», μου είπε. «Μην αφήνεις τους ανθρώπους να νομίζουν ότι έχεις την ανάγκη τους. Θα σε πάω εγώ αλλού.»
Με πήγε στους φίλους του. Σε μια γειτονιά που του έβγαζαν φαγητό γιατί τον θεωρούσαν μάγκα και όχι αδέσποτο. Κι ήταν μάγκας. Δεν ήθελε να βλέπει σκυλιά να παρακαλάνε για ένα ξεροκόμματο. Γι’ αυτό με μάζεψε. Γι’ αυτό με πήγε εκεί που πήγαινε και ο ίδιος. Γι’ αυτό μοιράστηκε το φαγητό του μαζί μου. Με τον καιρό, έγινε ο δάσκαλός μου. Με μάθαινε πώς να επιβιώνω στην Αθήνα με αξιοπρέπεια. Πώς να μην έχω αφεντικά πάνω απ’ το κεφάλι μου. Μου μιλούσε για την ελευθερία και τον αλληλοσεβασμό.
Αργότερα, κατάλαβα ότι έψαχνε το διάδοχό του. Απ’ όταν έγινε γνωστός σε περιοδικά και εφημερίδες, και του έκαναν αφιερώματα σε όλο τον κόσμο, είχε αρχίσει να φοβάται ότι κάτι κακό θα του συμβεί. Ότι κάποιος θα του στερήσει την ελευθερία του, ότι κάποιος φιλόζωος θα τον μαζέψει για το καλό του. Τελικά, κανείς δεν τον μάζεψε. Παρέμεινε ελεύθερος, μέχρι που τον βρήκε μια κρότου – λάμψης, και από κακή του τύχη, όπως πήγε να ξεφύγει, τον βρήκε και το κύμα μιας μολότοφ. Άρπαξε φωτιά και άρχισε να τρέχει, και όπως έτρεχε, άρχισε να τρέχει και η ψυχή του, για να τον προλάβει. Δεν τον πρόλαβε τελικά. Έσβησε ο Λουκάνικος, πριν του σβήσει τη φωτιά ένας ΜΑΤατζής.
Τέλος πάντων, τι τα θυμήθηκα κι αυτά τώρα; 6 μήνες πάνε ακριβώς, αλλά όποτε έρχομαι στο Σύνταγμα, είναι σαν να τα ξαναβλέπω μπροστά μου. Να, εκεί έγινε, στο πεζοδρόμιο μπροστά από τον Άγνωστο Στρατιώτη. Μια τέτοια νύχτα όπως η σημερινή. Διαδήλωση και φωνές. Συνθήματα και κόντρα συνθήματα. Και οι ΜΑΤατζήδες να κοιτάνε παρατεταγμένοι. Κοπρίτες που καμώνονται τα λυκόσκυλα. Περιμένουν την αναμπουμπούλα για να δαγκώσουν. Όπως είχαν κάνει κι εκείνο το βράδυ. Μήπως και σήμερα δε θα κάνουνε τα ίδια;
Πάω εγώ, τους γαυγίζω, περνάω ανάμεσά τους, ξαπλώνω δίπλα τους. Έτσι με έμαθε ο Λουκάνικος να κάνω. «Θα γελάσεις όταν τους μυρίσεις. Θα καταλάβεις πόσο πολύ φοβούνται», μου έλεγε. Είχε δίκιο. Δυο τρεις είναι αυτοί που δεν φοβούνται. Οι άλλοι είναι έτοιμοι να το βάλουν στα πόδια. Έτσι και τους φωνάξεις τρέχα, ούτε εγώ δε θα τους φτάνω, που είμαι και κόκερ σπάνιελ.
Ωπ.. τι είναι αυτό; Κάτι ακούω. Κι έρχεται από το έδαφος. Από πολύ χαμηλά. Σαν βουή ακούγεται. Κι όλο δυναμώνει. Αρχίζω να γαυγίζω δυνατά. Δεν ξέρω για τι ακριβώς, αλλά καλού κακού γαυγίζω. Με κοιτάνε όλοι, αλλά δεν με παίρνουν στα σοβαρά. Μόνο σκύβουν και μου χαμογελάνε.
Να ‘το, έρχεται στην επιφάνεια.
Η λέξη σεισμός μεταφέρεται από στόμα σε στόμα, και όσο κρατάει το ταρακούνημα, τόσο αυξάνεται η ένταση των φωνών. Αρχίζουν να τρέχουν πανικόβλητοι οι άνθρωποι. Μόνο οι ΜΑΤατζήδες στέκονται ακόμα ακίνητοι. Σείεται η γη σαν να γλίστρησε απ’ του Άτλαντα τα χέρια και να την έπιασε τελευταία στιγμή.
Ωπ. Σκοτάδι. Τι έγινε; Γιατί σβήσανε τα φώτα; Και γιατί δεν ακούγεται τίποτα; Καλά το φως, αλλά ποιος έκλεισε τον ήχο; Αυτοί που έτρεχαν πανικόβλητοι σταμάτησαν και ούτε που κουνιούνται. Δε μιλάνε καν. Τι ησυχία είναι αυτή;
Προσπαθώ να διακρίνω τι γίνεται στο σκοτάδι. Ο κόσμος αρχίζει πάλι και βρίσκει τη μιλιά του. Τώρα όμως ψιθυρίζει, δεν φωνάζει. Μέσα στο σκοτάδι, αρχίζουν και φαίνονται μερικές πυγολαμπίδες. Όχι. Αναπτήρες είναι. Ο κόσμος ανάβει αναπτήρες σαν να είναι σε συναυλία. Και όσο περνάει η ώρα, βλέπω ότι ανάβουν και φωτιές. Αυτοί που είχαν μαζί τους μολότοφ τις βγάζουν απ’ τις τσάντες και ανάβουνε μικρές φωτιές. Ο κόσμος μαζεύεται γύρω τους για να ζεσταθεί.
Ένας ΜΑΤατζής πλησιάζει δειλά δειλά με έναν μικρό πυροσβεστήρα και τον προσφέρει σε έναν αναρχικό που μόλις έχει ανάψει μια φωτιά. Για να μη γίνει καμιά στραβή και πιάσετε φωτιά.
Ο μαυροφορεμένος νεαρός με τα μούσια τον κοιτάει διεξοδικά, πριν του ψιθυρίσει Σ’ ευχαριστούμε, και, όπως πάει να φύγει οΜΑΤατζής, τον καλεί αν θέλει να μείνει μαζί τους.
«Ας κάνουμε μια ανακωχή για λίγο».
Ο ΜΑΤατζής ξαρματώνεται την εξάρτυσή του και κάθεται δίπλα του. Δίπλα και σε άλλους ανθρώπους που δεν γνωρίζει, σε ανθρώπους που δεν γνωρίζονται μεταξύ τους. Σιγά σιγά, και οι άλλοι ΜΑΤατζήδες με πυροσβεστήρες σμίγουν με τους ανθρώπους σε άλλες εστίες.
Αρχίζουν οι άνθρωποι να μιλάνε. Κι όπως μιλάνε, καταλαβαίνει κανείς ότι μιλάνε με την καρδιά τους. Μέσα στο σκοτάδι, οι παρωπίδες δεν κρύβουν τίποτα. Ο ΜΑΤατζής τους λέει πόσο δύσκολο είναι να υπακούει σε εντολές με τις οποίες διαφωνεί, πόσο εύκολα χάνει τον έλεγχο προκειμένου να επιβληθεί και πώς παλεύει να τα βγάλει πέρα με το μισθό του. Ο αναρχικός του λέει συγκαταβατικά ότι καταλαβαίνει πόσο εύκολα χάνεται ο έλεγχος και ότι συμμερίζεται τις οικονομικές του δυσκολίες γιατί περνάει κι αυτός τα ίδια. Τα ίδια λένε ουσιαστικά. Όποιος και αν μιλήσει, τα ίδια λέει.
Ο Γιώργος, που είναι άνεργος εδώ και δυο χρόνια, είπε με παράπονο και ένα δάκρυ σε αναμονή ότι το πεντάχρονο παιδί του έχει να πιει γάλα από τότε που θήλαζε τη μάνα του.
Η Αρετή εξομολογήθηκε ότι για να βγάλει τα δίδακτρα της σχολής της αναγκάστηκε κάποια στιγμή να κάνει βίζιτες, αλλά γρήγορα κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να συνεχίσει, κι έτσι παράτησε τη σχολή της και τώρα καθαρίζει σπίτια.
Ο Μανώλης τους είπε ότι μόλις γύρισε από το εξωτερικό, παρόλο που είχε βρει εκεί μια πολύ καλή δουλειά. Προτιμούσε να πεθάνει φτωχός στη χώρα του, παρά να πλουτίζει μακριά από τη χώρα του που φτώχαινε.
Ο Γεράσιμος έκλαιγε γιατί φοβόταν ότι από μέρα σε μέρα θα έχανε τη μητέρα του από καρκίνο στο πάγκρεας. Εδώ και δύο μήνες δεν είχε πάρει τα φάρμακά της γιατί ούτε το ΙΚΑ ούτε και αυτή μπορούσαν πλέον να τα αγοράσουν.
Ο Φώτης τους είπε ότι είχε μια εταιρεία γραφιστικής, κι επειδή ήθελε να είναι γενναιόδωρος με τους υπαλλήλους του, τους έδινε μεγαλύτερο μισθό απ’ ότι προέβλεπε ο νόμος. Ακόμα και όταν ξεκίνησε η κρίση, τους υποσχέθηκε ότι δε θα απέλυε κανέναν, όμως γρήγορα αναγκάστηκε να μειώσει όλους τους μισθούς προκειμένου να γίνει βιώσιμη η επιχείρησή του. Και πάλι όμως, δεν τα κατάφερε, και αφού η αγορά είχε πεθάνει, αναγκάστηκε να βάλει λουκέτο.
Η Ελένη, μέχρι πριν ένα χρόνο, ήταν υπάλληλος του Φώτη. Είπε στην παρέα γύρω από τη φωτιά ότι, αφού έκλεισε η εταιρεία, προσπαθεί να πουλήσει το σπίτι της για να πληρώσει τα χρέη της. Δεν την πείραζε πλέον αν έμενε άστεγη. Περισσότερο την ενοχλούσε που την έπαιρναν κάθε μέρα τηλέφωνο για να της υπενθυμίσουν τα απλήρωτα γραμμάτια και τις ακάλυπτες επιταγές.
Η Ελπίδα της είπε ότι αν τελικά έμενε άστεγη, θα μπορούσε να μείνει μαζί της για λίγο καιρό. Έξι μήνες άστεγη η ίδια, ήξερε πλέον καλά τα κατατόπια. Το μεγάλο της μυστικό ήταν ότι στη δουλειά της δεν γνώριζαν ότι ήταν άστεγη. Έκανε μπάνιο και έπλενε τα ρούχα της σε έναν ξενώνα και πήγαινε στη δουλειά της σαν να μην συμβαίνει τίποτα. Και παρόλο που είχε μισθό, αυτός ήταν πλέον τόσο χαμηλός που δεν έφτανε για να νοικιάσει σπίτι.
Ο Ανδρέας είπε ότι το να μείνει άστεγος ήταν μέχρι εκείνη τη στιγμή ο μεγαλύτερός του φόβος. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, έκανε τα πάντα για να μην χάσει τη δουλειά του. Έκανε πράγματα για τα οποία μετάνιωνε και μερικές φορές έκλαιγε, προκειμένου να μην τον βάλουν σε διαθεσιμότητα. Ο Ανδρέας ήταν ο ΜΑΤατζής.
Ο Κώστας, ο αναρχικός, τον προέτρεψε να παραιτηθεί και να πάει να μείνει μαζί του, μέχρι να βρει μια άλλη δουλειά. Στην έκπληξη του Ανδρέα, ο Κώστας τον αποστόμωσε λέγοντας ότι αν δεν ήταν ικανός να μοιραστεί αυτά που είχε, δε θα λεγόταν αναρχικός.
Η Άννα είπε ότι δεν πιστεύει στην αναρχική θεωρία γιατί αντίκειται στην σύμφυτη ανάγκη του ανθρώπου να εξουσιάζει και να εξουσιάζεται. Ήταν απόφοιτη Ψυχολογίας, αλλά δούλευε υπάλληλος σε ένα μαγαζί με ρούχα όπου, εδώ και δύο μέρες, όμως, δεν είχε πατήσει ούτε ένας πελάτης. Το αφεντικό της ήταν πλέον περισσότερο ανέκφραστο κι από τις κούκλες της βιτρίνας. Αν δεν ανέβαινε έστω λίγο ο τζίρος στις γιορτές που έρχονταν, θα έκαναν την απογραφή στις 2 του Γενάρη και μετά θα εκποιούσαν όλο το εμπόρευμα.
«Και ποιος φταίει για όλα αυτά;» ρώτησε η Μαρία, φοιτήτρια της Γεωπονικής.
«Μάλλον εμείς», της απάντησε ο Φοίβος που τόση ώρα τη φλέρταρε με τα μάτια στο ημίφως της φωτιάς. «Όχι γιατί κάναμε κάποιο μεγάλο λάθος. Ζήσαμε όπως μπορούσαμε. Δανειζόμασταν γιατί μας έλεγαν ότι τα πράγματα πάνε καλά. Ότι θα έχουμε και αύριο δουλειά. Εγώ δεν πήγαινα ούτε στα μπουζούκια, ούτε αγόρασα ποτέ ακριβά ρούχα, ούτε οδηγάω αστραφτερό αμάξι. Από την άλλη, όμως, δεν κατήγγειλα ποτέ τον εφοριακό που μου ζήτησε να τον κεράσω γλυκό για να μη μου γράψει πρόστιμο για ένα πλαστό τιμολόγιο που είχα κόψει. Μπορεί όντως να παρανομήσαμε, με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο, αλλά το κάναμε γιατί ξέραμε ότι αυτοί που έπρεπε να μας ελέγξουν παρανομούσαν περισσότερο από μας. Κι εμείς σωπαίναμε. Τρώγανε αυτοί, τρώγαμε κι εμείς τα ψίχουλά τους. Και ας μην ξεχνάμε ότι εμείς τους βάλαμε στο τραπέζι. Δεν ήρθαν με το ζόρι, δεν μπήκαν στη Βουλή με πραξικόπημα. Από την άλλη όμως, μήπως υπήρχε κάποιος άλλος αξιότερός τους που μας πρόσφερε διέξοδο και εμείς του είπαμε όχι;»
«Και τι κάνουμε γι’ αυτό λοιπόν;» ρώτησε ο αναρχικός Κώστας.
«Κάνουμε αυτό που έκανες εσύ», απάντησε ο Ανδρέας. «Μου πρόσφερες στέγη ενώ μέχρι πριν από λίγο ήμουν… ταξικός εχθρός σου. Να βοηθήσουμε ο ένας τον άλλον λοιπόν. Σε ό,τι χρειαζόμαστε. Να ανταλλάξουμε υπηρεσίες με προϊόντα, αφού δεν έχουμε λεφτά. Ας τους γράψουμε στα παπάρια μας αυτούς τους τριακόσιους εκεί μέσα. Και σας το λέω εγώ που μέχρι σήμερα έπαιρνα εντολές από αυτούς. Αύριο όμως θα παραιτηθώ. Πώς να σε δείρω όταν μου ‘χεις πει τα προβλήματά σου; Θα πάψω να υπακούω. Κι αυτό να κάνουμε όλοι. Ό,τι νόμους και αν ψηφίσουν αυτοί. Τι θα κάνουν; Θα μας βάλουν όλους φυλακή; Αν είμαστε εμείς άνθρωποι στις δικές μας σχέσεις, τι έχουμε να φοβηθούμε; Ξέρεις πόσοι σαν εμένα είναι στο Σώμα; Για πλάκα θα παραιτηθούν κι αυτοί αύριο το πρωί, αν δουν ότι υπάρχει κι άλλος δρόμος.»
Ξαφνικά ήρθε το φως.
Άναψαν τα φώτα της πλατείας και οι προβολείς της Βουλής. Ο κόσμος που ήταν συγκεντρωμένος στην πλατεία, καθισμένος σε παρέες γύρω από φωτιές, γύρισε και κοίταξε προς τη Βουλή. Οι βουλευτές στέκονταν στο μπαλκόνι πάνω από τον Άγνωστο Στρατιώτη και τους κοιτούσαν. Οι Εύζωνοι ίσα που είχαν προλάβει να ανασηκωθούν από την ξάπλα τους στο σκοτάδι. Οι ΜΑΤατζήδες είχαν κοκαλώσει και αναρωτιούνταν πώς έπρεπε να αντιδράσουν. Οι πολίτες σκούπιζαν τα δάκρυά τους. Από το κρύο ή από τη συγκίνηση, δεν ξέρω. Οι αναρχικοί άπλωσαν το χέρι τους και καλού κακού έπιασαν τα σακίδιά τους.
Το ηλεκτρικό φως που ήρθε έριξε σαν σύννεφο μια παγωμάρα πάνω από την πλατεία. Δεν ήταν ότι οι άνθρωποι είχαν αλλάξει ξαφνικά. Ήταν ότι για πρώτη τους φορά είχαν υπάρξει ειλικρινείς. Μέσα στο σκοτάδι είχαν βρει το φως. Και όταν το ηλεκτρικό φως φώτισε αυτή την αλλαγή, οι άνθρωποι δεν ήξεραν πώς να αντιδράσουν.
Βλέποντάς τους ενωμένους, οι βουλευτές κοιτάχτηκαν μεταξύ τους.
«Κύριοι…», είπε ένας από αυτούς, «…αν δε με γελούν τα μάτια μου, τότε…» Δυσκολευόταν να ολοκληρώσει τη φράση του. Με μια ελαφριά υπόκλιση του κεφαλιού του, άρχισε να απομακρύνεται.
Σιγά σιγά το ίδιο έκαναν και άλλοι βουλευτές. Άλλοι με βήμα αργό, άλλοι με πιο γρήγορο, ανάλογα με το φόβο που τους προκαλούσαν οι ενοχές τους. Κανείς τους δεν κατέβηκε στην πλατεία. Όλοι μπήκαν στον Εθνικό Κήπο και φυγάδευσαν τους εαυτούς τους όπως είχαν κάνει πριν από ένα χρόνο, κυνηγημένοι. Μόνο που τώρα δεν τους κυνηγούσε κανείς. Φαίνεται, αν ενωθούν οι άνθρωποι, ούτε το στόμα τους δεν χρειάζεται να ανοίξουν για να τραπούν σε φυγή αυτοί που τους καταδυναστεύουν.
Α, ρε Λουκάνικε.. Πού είσαι να δεις αυτά που ονειρεύτηκες;