Ήταν ένας φιλήσυχος άνθρωπος που αγαπούσε τη γυναίκα του και τα παιδιά του. Τον έτρωγαν τα ξενύχτια και οι εθνικές οδοί, για να τους εξασφαλίσει τα προς το ζην. Τώρα τα ξυπνάει, τώρα τα ντύνει, τώρα τα πάει στο σχολείο, σκεφτόταν κάθε φορά που το ξημέρωμα τον έβρισκε στον Ασπρόπυργο περιμένοντας να φορτώσει το βυτιοφόρο.
Τη μέρα που έμαθε ότι η γυναίκα του είναι έγκυος αποφάσισε να κόψει τον τζόγο. Έπαιζε πόκερ, κι έχανε. Σχεδόν πάντα. Η γυναίκα του το έβαλε σαν όρο. Ή κόβεις τα χαρτιά ή ρίχνω το παιδί. Δε θα το έριχνε, αλλά, φύσει μαλθακός αυτός, την πίστεψε και τό ‘κοψε μαχαίρι. Ούτε πασιέντζα δεν ξανάριξε. Τη μέρα που γεννήθηκε το πρώτο του παιδί αγόρασε το βυτιοφόρο, με δάνειο. Το θεώρησε γούρι.
Όταν άκουσε σε κάτι πηγαδάκια ότι η κυβέρνηση θα ψήφιζε έναν νόμο ενάντια στα συμφέροντά τους, ταράχτηκε. Πλήρωνε ακόμα το δάνειο που είχε πάρει για την άδεια και το βυτιοφόρο. Δεν πολυσυμφωνούσε με το συνάφι του. «Ρε παιδιά, άμα το είπανε, θα το ψηφίσουνε, τι θα κερδίσουμε με την απεργία;» έλεγε και πήγαινε σύννεφο η γιούχα.
Ξεκίνησε η απεργία και άρχισε ο Γρηγόρης να μετράει αντίστροφα. Δεν είχε προλάβει να μαζέψει τα λεφτά της τράπεζας, και είχε ήδη μια δόση απλήρωτη. Τον έλουζε κρύος ιδρώτας. Σε αυτά τα πράγματα είναι να μην σε πάρει η κάτω βόλτα. Περνούσαν οι μέρες και ο ιδρώτας δεν έλεγε να σταματήσει. Ήρθε η μέρα της δόσης, «την πλήρωσα» είπε στη γυναίκα του. Χαϊβάνι κι αυτή, τό ‘χαψε. Ξενυχτούσε ο Γρηγόρης πώς θα βρει λεφτά να πληρώσει το δάνειο.
Τότε ήταν που έμαθε για ένα «τραπέζι» που θα έστηναν κάτι γνωστοί. Είχε ορκιστεί στη γυναίκα του ότι δε θα ξαναπιάσει τράπουλα, αλλά αυτή τη φορά θα μπορούσε να κάνει μια εξαίρεση. Αυτή τη φορά είχε ανάγκη τα λεφτά, δε θα έπαιζε για την πλάκα του. Θα έπαιζε με μυαλό. Θα έμπαινε με τα λεφτά που είχε μαζέψει για το δάνειο και θα έβγαινε κερδισμένος. Ήταν καλός άνθρωπος, θα τον βοηθούσε ο Θεός. Πίστευε στο Θεό.
«Γρηγόρη, περιμένουμε», του είπε κάποιος. Το σκέφτηκε αλλά ήταν πλέον αργά. Είχε χάσει όλα τα λεφτά και πλέον τα ρέστα του ήταν το βυτιοφόρο. Μπορούσε να κάνει πίσω, αλλά αν… αν έπαιρνε την παρτίδα, θα κέρδιζε κι ένα δυάρι στο Παγκράτι που είχε στοιχηματίσει ένας άλλος. Θα το πουλούσε και θα ξεχρέωνε το δάνειο. Έναν άσσο ήθελε μόνο για την κέντα και θα καθάριζε. Μια για πάντα.
«Τα ρέστα μου», είπε κι έκλεισε τα μάτια.
Την επόμενη μέρα η απεργία έληξε. O Γρηγόρης τα είχε ήδη χάσει όλα.