Οι τοπ προορισμοί για μένα ήταν ανέκαθεν τέσσερις: η Παταγονία, η Κούβα, η Αίγυπτος, και η Νέα Υόρκη. Ομολογουμένως, δεν έχουν κανένα κοινό παρανομαστή. Η Παταγονία εκπληρώθηκε πριν τρία χρόνια, η Αίγυπτος έχει “παγώσει”, ενώ η Νέα Υόρκη είναι στα μεσοπρόθεσμα σχέδια. Όταν έγινε γνωστή η εξομάλυνση των σχέσεων ΗΠΑ και Κούβας, κατάλαβα ότι έπρεπε να την επισκεφθώ άμεσα.
Η Κούβα είναι ένας εξωτικός προορισμός, αγνός, παρθένος και άθικτος σε μεγάλο βαθμό από την παγκοσμιοποίηση που έχει τοποθετήσει τα γνωστά λογότυπα των πολυεθνικών σε κάθε γειτονιά του πλανήτη. Την ίδια στιγμή, είναι μια χώρα φτωχή και ξεκομμένη, όπου περπατάς και κάποιοι σου ζητούν στιλό και σαπούνι, ενώ άλλοι σου ζητούν να τους βγάλεις φωτογραφία για να σου ζητήσουν μετά ψιλά.
Κλείσαμε τα εισιτήρια με ανταπόκριση στο Μέξικο Σίτι. Η διαδρομή που χαράξαμε θα μας πήγαινε Habana, Viñales, Trinidad, Cayo Santa Maria και πίσω στην Habana. Ο θάνατος του Φιντέλ θα μας έβρισκε στο νησί, εκεί που παραλίγο να μας βρει και ο δικός μας θάνατος από έναν ταξιτζή που αποκοιμιόταν πηγαίνοντας με ογδόντα.
Casa particular, taxi colectivo και CUC
Το πρώτο πράγμα που πρέπει να κλείσει κανείς μετά τα αεροπορικά εισιτήρια είναι η διαμονή. Ευτυχώς, είχαμε φίλους που είχαν επισκεφθεί ήδη την Κούβα και μας έδωσαν ένα μαγικό όνομα: Μαρίτσα. Η Μαρίτσα, που λέτε, είχε μια casa particular (κάτι σαν σοσιαλιστικό AirBnB, όπου σε φιλοξενεί ο άλλος στο σπίτι του) στην Habana, αλλά αποδείχτηκε τουριστικό πρακτορείο για όλο το νησί. Μας βρήκε σπίτι στο Viñales και στο Trinidad, ενώ για τα συνολικά τέσσερα βράδια στην Habana (το τελευταίο λειψό) συνενοήθηκε με γειτόνισσες και μας βόλεψε τα δύο αλλού και τα δύο σπίτι της.
Η Μαρίτσα είχε επίσης κανονίσει να μας παραλάβει από το αεροδρόμιο ένας γνωστός της ταξιτζής. Με το που μπήκαμε στο αμάξι, ένας αστυνομικός ζήτησε να δει τα χαρτιά του. Ο έλεγχος κράτησε κάνα δεκάλεπτο και απ’ ότι μας είπε μετέπειτα ήταν κάτι φυσιολογικό. Too much control.
Πριν πάμε στην Μαρίτσα, έπρεπε να βγάλουμε συνάλλαγμα. Το καλύτερο νόμισμα για να πάρει κάποιος μαζί του στην Κούβα είναι το ευρώ ή η αγγλική λίρα, τα οποία ανταλλάσσονται με CUC, το νόμισμα που έχουν οι Κουβανοί μόνο για τους τουρίστες (1 CUC = $1). Τα συναλλαγματικά γραφεία ονομάζονται CADECA και το μόνο που χρειάζεται είναι ένα διαβατήριο. Και λεφτά, βασικά.
Φτάσαμε στην Μαρίτσα, φιλιά, αγκαλιές, και μετά lost in translation, αφού αυτή δεν μιλούσε αγγλικά κι εμείς δεν μιλούσαμε ισπανικά. Με τα πολλά, συνεννοηθήκαμε Το πρώτο βράδυ, μας είπε, θα κοιμόμασταν στην Νέρι, σε μια γειτόνισσα ένα τετράγωνο παρακάτω. Πήγαμε τα πράγματα, γνωρίσαμε τη Νέρι και τον μπόμπιρά της, και επιστρέψαμε στο τουριστικό πρακτορείο. Στην Μαρίτσα, δηλαδή.
Καθόμασταν στο καθιστικό της και ήμασταν χαμένοι. Τα κινητά μας δεν έπιαναν σήμα, την άλλη μέρα έπρεπε να πάμε Viñales και δεν είχαμε ιδέα πώς, ενώ κάθε δέκα λεπτά συστηνόμασταν με άλλους άλλους τουρίστες που έρχονταν για να ρωτήσουν πληροφορίες. Μέσα σε αυτούς ήταν η Νikki, μια αφρικανολουξεμβουργέζα, και ο Roberto, ένας Ισπανός που έμενε στο Λονδίνο. Καταλήξαμε να πάμε όλοι μαζί για φαγητό και βόλτα στην Habana. Δεν τους ξαναείδαμε ποτέ.
Λίγο πιο πριν, είχαμε πάρει το πρώτο μάθημα που είχε να μας προσφέρει η Κούβα: τα προβλήματα λύνονται πάντα μόνα τους με μαγικό τρόπο. Η Μαρίτσα μας είχε βρει θέσεις σε ένα taxi colectivo, που πήγαινε το άλλο πρωί στο Viñales. Θα ερχόταν να μας πάρει από την casa και θα μας παρέδιδε στην άλλη casa, όλα με 20 CUC. Η εναλλακτική μας ήταν το λεωφορείο Viazul, που είχε 12 CUC, αλλά θα έπρεπε να αυτοσχεδιάσουμε τις μεταφορές προς/από τους σταθμούς.
Νωρίς την επόμενη μέρα, πήγαμε στη Μαρίτσα για πρωινό. Εμείς και οι μισοί τουρίστες της Habana. Καθίσαμε στο τραπέζι με βάρδιες και εγώ δεν σηκώθηκα μέχρι που ένιωθα ότι θα σκάσω από την τριμμένη καρύδα που μας είχε φέρει σε ένα μπωλ. Χωρίς υπερβολές, πρέπει να τρόμαξαν οι άλλοι τουρίστες. 4 CUC το πρωινό, αλλά μας κράτησε μέχρι το μεσημέρι.
Η πρώτη μας εμπειρία με taxi colectivo ξεκίνησε αμέσως μετά και ήταν καλή. Πού να ξέραμε τι θα γινόταν στην πορεία…
Τέσσερις τουρίστες σε ένα Ford του 1958, με έναν οδηγό που ήθελε να μας δώσει ό,τι πληροφορία είχε για το Viñales. Είκοσι λεπτά στην συζήτηση, γύρισε, με κοίταξε και με ρώτησε αν μιλάω Ισπανικά. Όχι, απάντησα, και όλοι λύθηκαν στο γέλιο.
Viñales
Το Viñales είναι ένα μεγάλο χωριό, κυριολεκτικά πνιγμένο στους τουρίστες και στις casas particulares. Ήταν σαν να βρίσκεσαι σε ένα οποιοδήποτε ορεινό χωριό της Ελλάδας, όπου κάθε σπίτι είχε ένα ή παραπάνω ενοικιαζόμενο δωμάτιο. Το δικό μας ήταν ένα μικρό σπιτάκι, δίπλα στο σπίτι της οικογένειας, με μια εσωτερική ημιυπαίθρια αυλή που ήταν ταυτόχρονα κουζίνα και καθιστικό, δίπλα σε κάτι μπανανιές.
Με το που φτάσαμε, γνωρίσαμε την Γκλέντα, κορασίδα απροσδιορίστου ηλικίας αλλά αναμφιβόλου κάλλους, η οποία μας είπε ότι μπορούμε ότι μπορούσαν να μας μαγειρέψουν όλα τα γεύματα (ό,τι θέλαμε από κοτόπουλο, χοιρινό, ψάρι και αστακό) και μπορούσε να μας κλείσει δύο εκδρομές, η μία ήταν με άλογα, η άλλη με τα πόδια στην κοιλάδα.
Διαλέξαμε για εκείνη τη μέρα το πρώτο και μας πήγε στον Ριτσέλ, σε έναν ντόπιο νεαρό, ο οποίος μας περίμενε με τρία άλογα. Το δικό μου λεγόταν Mojito και αμέσως ταιριάξαμε. Ήταν κι αυτός της υπομονής, κατουρούσε κάθε μία ώρα και όποτε του έλεγε ο Ριτσέλ να τρέξει, έτρεχε για δέκα μέτρα και μετά περπατούσε πάλι.
Ξεκινήσαμε μια διαδρομή που γρήγορα καταλάβαμε ότι δεν ήταν τουριστική. Δεν συναντήσαμε κανέναν άλλον ούτε βρήκαμε τίποτα οργανωμένο.
Πήγαμε σε ένα αγροτόσπιτο όπου έμενε ένα ζευγάρι Κουβανών που έφτιαχνε το δικό του καφέ. Μας έδειξαν τους καρπούς στα δέντρα, μας έδειξαν άλλους που τους είχαν απλώσει στον ήλιο, μας εξήγησαν την διαδικασία και μετά μας πρόσφεραν καφέ, με την ελπίδα να αγοράσουμε. Η συσκευασία που προσέφεραν ήταν ISO τρέχα γύρευε και επειδή είχα διαβάσει ότι τα πράγματα στα τελωνεία είναι λίγο περίεργα, το να κουβαλάω ένα μπουκαλάκι του νερού με κόκκους καφέ δεν μου φάνηκε ιδιαίτερα έξυπνο.
Συνεχίσαμε την διαδρομή και φτάσαμε σε ένα άλλο σπίτι, και αυτό στη μέση του πουθενά, δίπλα σε ένα casa de tabaco, όπου οι Κουβανοί κρεμάνε τα φύλα του καπνού για να τα αποξηράνουν. Εκεί βρήκαμε τρεις γενιές καπνοπαραγωγών, που μας έφτιαξαν μοχίτο και μας πρόσφεραν πούρα (με το αζημίωτο, φυσικά). Προσπάθησαν και αυτοί να μας πουλήσουν ποσότητα, αλλά η δικαιολογία μου παρέμεινε η ίδια.
Μάθαμε ότι στην Κούβα, οι άνθρωποι που καλλιεργούν καπνό κρατάνε μόνο το 10% και το υπόλοιπο 90% της παραγωγής το παίρνει η κυβέρνηση, η οποία πρέπει να τους πληρώσει μέσα σε 1-2 μήνες είτε το πουλήσει είτε όχι.
Πριν φύγουμε, μας έδειξαν πώς βγάζουν τον χυμό από τα ζαχαροκάλαμα για να φτιάξουν το ρούμι και μας τον πρόσφεραν με πάγο. Σε αντίθεση με το τι περιμένει κανείς, δεν είναι τόσο γλυκό, αλλά σίγουρα είναι από τις καλύτερες γεύσεις που έχω δοκιμάσει.
Στην υπόλοιπη διαδρομή, ο Ριτσέλ μας είπε ένα σωρό πράγματα για την πανίδα και την χλωρίδα της Κούβας, από τα οποία θυμάμαι μόνο τα βασικά, δηλαδή ό,τι μπορούσε να φαγωθεί: είδη πατάτας όπως το malanga και το yuca, και φρούτα όπως το guava και το plantain. Κάτι άλλο επίσης ενδιαφέρον όμως ήταν πως οι αγελάδες στην Κούβα είναι σχεδόν ιερές, αφού ο μόνος που μπορεί να τις σφάξει είναι η κυβέρνηση. Οι Κουβανοί επιτρέπεται μόνο να τις αρμέγουν.
Την άλλη μέρα είχαμε την ευκαιρία να κάνουμε επανάληψη σε αυτά που μας έμαθε ο Ριτσέλ, αφού όλως τυχαίως (not) ήταν αυτός που θα μας ξεναγούσε στην κοιλάδα. Οι φωτογραφίες εδώ θα μιλήσουν από μόνες τους.
Trinidad
Ευχαριστήσαμε την οικογένεια στο Viñales, οι οποίοι μας έκλεισαν και taxi colectivo για την επόμενη μέρα, και ακολουθήσαμε τον οδηγό μας σε μια παλιά τεράστια Cadillac. Η πληρωμή σε όλα τα taxi colectivo γίνεται προκαταβολικά. Μάλλον γιατί τότε αρχίζουν τα δύσκολα.
Μέσα στο ταξί βρίσκονταν ήδη δύο ζευγάρια ηλικιωμένων Γάλλων και δύο Γερμανίδες. Καθίσαμε όπως μπορούσαμε και, οχτώ άτομα και ο οδηγός, ξεκινήσαμε για ένα ταξίδι 8 ωρών.
Δεν είχαμε καν δέκα λεπτά στο δρόμο όταν ο οδηγός μας άρχισε να προσπερνάει τα αυτοκίνητα σαν να ήταν σε αυτοκινητόδρομο, ενώ ήμασταν σε επαρχιακό δρόμο διπλής κατεύθυνσης και κακιάς ώρας. Το κερασάκι στην τούρτα ήταν ότι μιλούσε και στο τηλέφωνο.
Και πάνω που αρχίζω να σκέφτομαι την ταλαιπωρία των γονιών μου να μεταφέρουν την σορό μου από την άλλη άκρη της γης, βλέπω ότι είμαστε σε μια διασταύρωση, στο αντίθετο ρεύμα, έχουμε μπλοκάρει όλα τα αυτοκίνητα που θέλουν να στρίψουν, ενώ στο δικό μας ρεύμα υπάρχει μια ατελείωτη ουρά από άλλα taxi colectivo που μεταφέρουν άλλους ανυποψίαστους τουρίστες. Πφφφ… Μέσα στον πανικό μας, τα αστεία επιφωνήματα των Γάλλων ήταν το μόνο που ελάφρυνε λίγο την κατάσταση.
Δύο ώρες αργότερα και ακόμα ζωντανοί παραδόξως, κάναμε στάση σε ένα μαγαζί της εθνικής οδού.
Βγαίνουμε από το αμάξι σαν καρτούν που ήταν κολλημένα στον τοίχο και αρχίζουμε να φουσκώνουμε πάλι στις τρισδιάστατες μορφές μας. Και εκεί που πάμε να απομακρυνθούμε από το αμάξι, βλέπουμε κάποιους να κάνουν ντου και να μας παίρνουν τις βαλίτσες!
Χαλαροί αυτοί, πανικόβλητοι εμείς, μας λένε αλλάζετε αυτοκίνητο. Το επόμενο αυτοκίνητο είχε πάλι 9 θέσεις, αλλά ήταν σαφώς μικρότερο. Είχε όμως DVD (!). Η παράνοια της Κούβας δεν μετριέται σε καμία ανθρώπινη κλίμακα.
Το ταξίδι συνεχίστηκε χωρίς άλλα απρόοπτα. Αλλά φάνηκε να κρατάει εβδομάδες. Όταν φτάσαμε στο Trinidad, ένιωθα ότι δεν ήμουν ο ίδιος άνθρωπος. Ήμουν κάτι μεταξύ γιόγκι και σαμάνου που είχε μάθει να αυθυποβάλει τον εαυτό του σε τέτοιο βαθμό που οι οχτώ ώρες στριμωγμένος σε ένα αμάξι έμοιαζαν πλέον με ένα μήνα διακοπές σε ελληνικό νησί.
Με το βγήκαμε από το αμάξι μας υποδέχτηκε η Λίλιαν, μια αφροκουβανή πολύ κουλ και πολύ εξυπηρετική. Το σπίτι της ήταν μια μικρογραφία αποικιακού αρχοντικού. Το πρώτο πράγμα που μου έκανε εντύπωση ήταν ότι ένα κομμάτι του σπιτιού είχε ως σκεπή μια κληματαριά και ότι τα παράθυρα δεν είχαν τζάμι. Ήταν μόνο παντζούρια.
Η διαμονή μας εκεί ήταν ξέγνοιαστη, όπως ήταν και το Trinidad, η πιο πολύχρωμη πόλη που έχω δει ποτέ, αλλά με τουρισμό που δείχνει να αυξάνεται γεωμετρικά. Τα περισσότερα κτίρια του κέντρου, πανέμορφα αρχοντικά με εσωτερικές αυλές, είχαν μετατραπεί σε casas particulares, ενώ πολλά επισκευάζονταν για να γίνουν. Έξω από το κέντρο όμως, επικρατούσε σκόνη, λασπουριά και χαμόσπιτα. Ακόμα και η πολυχρωμία δεν ήταν ικανή για να κρύψει την φτώχεια.
Σοκαρισμένοι ακόμα από την τελευταία μας εμπειρία με taxi colectivo, αναζητήσαμε με την Λίλιαν λύση για να πάμε στο Cayo Santa Maria. Έδειξε κατανόηση για την ταλαιπωρία μας και μας έδωσε την εντύπωση ότι, αν μας έκλεινε αυτή ταξί, θα αποφεύγαμε άλλο ένα ταξίδι στριμωγμένοι σαν παστές σαρδέλες. Την εμπιστευτήκαμε Τόσα ξέραμε.
Cayo Santa Maria
Το πρωί ξύπνησα με μία είδηση στο κινητό μου: ο Fidel Castro είχε πεθάνει σε ηλικία 90 ετών. Δεν ήξερα τι μπορεί να σημαίνει αυτό για το υπόλοιπο της παραμονής μας εκεί, αλλά ξέραμε ότι τα πράγματα δεν θα ήταν τόσο εύκολα, ειδικά όταν θα επιστρέφαμε στην Habana μετά από 3 μέρες.
Η Λίλιαν μας ειδοποίησε ότι ήρθε το ταξί μας, αλλά το ύφος της ήταν περίεργο: το ταξί είχε πολλά άτομα, αλλά δεν ήξερε πόσα, πράγμα που ήταν ακόμα πιο περίεργο. Κάπου εκεί επιβεβαιωθήκαμε ότι σε αυτή την αλυσίδα των εξυπηρετήσεων όλοι παίρνουν το μερτικό τους για να κάνουν τις πάπιες.
Μαθημένοι στα δύσκολα όμως, μπήκαμε αδιαμαρτύρητα στο ταξί και γνωρίσαμε δύο Γαλλίδες που κάθονταν μπροστά δίπλα στον οδηγό (η μία με ένα πολύ σέξι τατουάζ στο μπούτι της), δύο Γερμανίδες φίλες και ένα ζευγάρι επίσης Γερμανών. Ο οδηγός μας ήταν ένας Κουβανός κλαρινογαμπρός που έδειξε αμέσως ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το τατουάζ της διπλανής του. Προσπάθησε μάλιστα να της πιάσει κουβέντα κάνα δυο φορές, αλλά έφαγε άκυρο.
Το αυτοκίνητο ήταν μια αντίκα χειρότερη από κάρο του Μεσαίωνα. Ήταν τόσο ετοιμόρροπο που, σε κάτι δύσκολες ανηφόρες, ο οδηγός έβαζε πρώτη και τις ανεβαίναμε με ταχύτητα ένα χιλιόμετρο την ώρα. Ββββββββββββββ… Αν έπαιρνε το πόδι του από το γκάζι για μισό δευτερόλεπτο, είχαμε φύγει πίσω. Στην τρίτη-τέταρτη που συναντήσαμε, σκέφτηκα να κατέβω να κατουρήσω και μετά να πάω στην κορυφή της ανηφόρας να τους περιμένω.
Καμιά ώρα αργότερα, κάναμε στάση σε μια πόλη, έξω από ένα μαγαζί με χαλασμένη τουαλέτα. Αυτή η είδηση ήταν εντόνως δυσάρεστη για μένα, αφού όλα τα νερά, οι χυμοί και οι καφέδες που είχα πιει επιζητούσαν μανιωδώς την έξοδο. Ψάχνοντας επίσης μανιώδως για λύση, μπήκα φουριόζος σε ένα μουσείο σαν εξωγήινος που επαναλάμβανε τον όνομα του πλανήτη του: El bagno, el bagno, el bagno!
Οι άνθρωποι με λυπήθηκαν και μου έδειξαν την τουαλέτα του μουσείου, όπου βρήκα και μια μπανιέρα, στην οποία υπήρχε μια στίβα από καρέκλες. Σουρεάλ καταστάσεις. Έκανα την ανάγκη μου και, για να αποκαταστήσω την εικόνα μου ως τουρίστας, περπάτησα προς την έξοδο επιδεικνύοντας προσηλωμένο ενδιαφέρον για τα εκθέματα. Έβγαλα και δύο φωτογραφίες.
Σε εκείνο το σημείο δεν ήξερα πόσο τυχερός ήμουν. Αν δεν είχε βρεθεί αυτή η τουαλέτα, αυτό που θα ακολουθούσε, θα με έκανε σίγουρα να κατουρηθώ πάνω μου.
Συνεχίσαμε το ταξίδι μας χωρίς να αλλάξει κάτι: το αμάξι μετατρεπόταν σε καναπέ που έτριζε στις ευθείες και σε χελώνα στις ανηφόρες, ο κλαρινογαμπροδηγός έλιωνε στην θέα της Γαλλίδας, οι Γερμανίδες δίπλα μου κοιμόντουσαν, ενώ εγώ χτυπούσα την οροφή σε κάθε λακούβα.
Κάποια στιγμή λοιπόν, κοιτώντας τον οδηγό από τον καθρέφτη, αρχίζω να παρατηρώ τα βλέφαρά του να βαραίνουν. Οφείλω να παραδεχτώ ότι τον είδα να το πολεμάει, δεν παρέδιδε τα όπλα αμαχητί. Όσο περνούσε η ώρα όμως, τα βλέφαρα έπεφταν όλο και βαρύτερα και, τσααααακ, κάπου εκεί βλέπω το κεφάλι του να φεύγει στα πλάγια.
-Amigo, amigo!
Ξυπνάει ο τύπος, σαστίζει, συνειδητοποιεί ότι είμαστε ακόμα πάνω στο δρόμο και όχι σε κάποιο χαντάκι και αποφασίζει να μου το παίξει άνετος, ότι το ‘χει και καλά, και ότι υπερβάλλω εγώ, ρε παιδί μου.
Για να μην τα πολυλογώ, είχαμε άλλο ένα τέτοιο περιστατικό και γενικώς, όλο το υπόλοιπο ταξίδι το πέρασα κοιτώντας πότε έξω πότε τον καθρέφτη. Την προσοχή που έδειξα εγώ στον δρόμο αυτός δεν παίζει να την φτάσει ούτε σε δέκα χρόνια. Αν καταφέρει να ζήσει.
Με τα πολλά, φτάσαμε στο Cayo Santa Maria, σε ένα νησί όπου δεν υπάρχει τίποτα άλλο πέρα από all-inclusive ξενοδοχεία. Είχαμε προβλέψει ότι θα χρειαζόμασταν ένα διήμερο χαλάρωσης και είχαμε δίκιο. Αυτό που δεν είχαμε προβλέψει ήταν ο θάνατος του Κάστρο, που διέκοψε όλες τις δραστηριότητες.
Τουλάχιστον το αλκοόλ έρεε άφθονο, σε αντίθεση με την Habana τις τελευταίες δύο ημέρες, όπου είχε απαγορευθεί λόγω πένθους (σε βαθμό που όλα τα ράφια ήταν άδεια και δεν βρήκαμε ρούμι μέχρι που φτάσαμε στα Duty Free). Η μέρα μας πήγαινε από εστιατόριο σε μπαρ και από παραλία σε πισίνα. Και γι’ αυτό οι δύο μέρες και ένα τσίμπημα τσούχτρας ήταν αρκετά.
Habana
Η επιστροφή μας από το Cayo Santa Maria ΕΥΤΥΧΩΣ δεν θα γινόταν με taxi colectivo, αλλά με λεωφορείο, το οποίο ήρθε να μας πάρει στο ξενοδοχείο. Μπήκαμε μέσα και για είκοσι λεπτά περιμέναμε κάποιους που είχαν αργήσει. Σκάνε μύτη κάποια στιγμή και ακολουθεί ο εξής σουρεάλ διάλογος:
-Το βλέπαμε το λεωφορείο, εκεί καθόμασταν, αλλά εσείς φωνάζατε Άννα, ενώ δε με λένε έτσι.
-Τι Άννα; Αβάνα φώναζα!
Φτάσαμε Habana και βρήκαμε μια πόλη με φασαρία, αλλά χωρίς μουσική. Οι αντιδράσεις για τον Κάστρο μέχρι εκείνη την ώρα ήταν μικτές. Κάποιοι ήταν φανερό ότι είχαν στεναχωρηθεί, κάποιοι άλλοι ναι μεν τον θεωρούσαν μεγάλο κεφάλαιο, αλλά πίστευαν ότι η Κούβα έπρεπε να αλλάξει κατεύθυνση.
Την επόμενη μέρα ήταν η εκδήλωση με τους ηγέτες απ’ όλο τον κόσμο στην Πλατεία Επανάστασης, γι’ αυτό και μείναμε μακριά.
Τα τέσσερα μέρη της Habana που επισκέπτονται οι τουρίστες είναι τέσσερα: η Miramar (θεωρητικά το πιο πλούσιο κομμάτι, κυριολεκτικά το κομμάτι με τα λιγότερα χαμόσπιτα), το Vedado (όπου παλιά βρίσκονταν τα clubs και τα καμπαρέ), το Centro Habana (το πιο φτωχό, αλλά και το πιο αντιπροσωπευτικό κομμάτι) και η Habana Vieja (το αμιγώς τουριστικό μέρος).
Το τι είναι η Habana δεν αναλύεται εύκολα με λέξεις, γι’ αυτό και θα πρότεινα να δείτε τις φωτογραφίες. Το σίγουρο είναι ότι ο μόνος τρόπος για να την γνωρίσετε είναι να μιλάτε την γλώσσα και να χαθείτε μέσα στην πόλη. Μοιάζει απειλητική, αλλά είναι από τις πιο ασφαλείς πρωτεύουσες του κόσμου. Τριγυρίστε στους δρόμους, αλλά σεβαστείτε τους ανθρώπους. Προσπαθούσα να είμαι όσο πιο διακριτικός γινόταν και φωτογράφιζα μόνο όταν ένιωθα ότι δεν εισβάλλω στον ιδιωτικό χώρο κάποιου.
Φαγητό
Για όσους με ξέρουν, ξέρουν πόσο μεγάλη σημασία δίνω στο φαγητό. Στην Κούβα, εξεπλάγην ευχάριστα: άπειρο ρύζι με μαύρα φασόλια (moro arroz ή moros y cristianos, που μεταφράζεται ως μουσουλμάνοι και χριστιανοί), τηγανητά plantains, τηγανητές malanga ή yuca, κοτόπουλο με σάλτσα, ψάρι με σκόρδο, φθηνός αστακός και φρούτα. Πολλά φρούτα.
Μέχρι πρότινος, όσο τα εστιατόρια ήταν μόνο κρατικά, το φαγητό της Κούβας δεν είχε καλή φήμη. Αυτό άρχισε να αλλάζει με το άνοιγμα των paladares, που είναι οικογενειακά εστιατόρια με τιμές που κυμαίνονται από πολύ χαμηλά μέχρι αρκετά ψηλά. Το όνομά τους προέρχεται από μια αλυσίδα εστιατορίων σε μια βραζιλιάνικη σαπουνόπερα, που ήταν πολύ δημοφιλής στην Κούβα.
Κάποια είναι τόσο οικογενειακά, που στην πραγματικότητα είναι διαμερίσματα όπου τα έπιπλα έχουν αντικατασταθεί από τραπέζια και η τουαλέτα έχει μπανιέρα με κουρτίνα.
Ακολουθήσαμε τις προτάσεις των ντόπιων και του ταξιδιωτικού οδηγού και μείναμε πολύ ευχαριστημένοι. Όσο καλό και αν ήταν το φαγητό όμως, παρέμενε φαγητό εστιατορίου, γι’ αυτό και προσωπικά θα πρότεινα το φαγητό στις casas για τρεις λόγους: 1) είναι πραγματικά σπιτικό, 2) είναι πολύ φθηνό, 3) είναι άφθονο. Ένας τέταρτος λόγος έχει να κάνει με το πώς οι paladares αυξάνουν τις τιμές του φαγητού για τους ντόπιους.
Internet
Η πιο πονεμένη ιστορία για όσους έχουν κάνει το κινητό προέκταση του χεριού τους. Μπορώ να πω ότι έχω μετριάσει αρκετά την χρήση του, αλλά, όπως και να το κάνουμε, όταν είσαι χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από αγαπημένα σου πρόσωπα, θες να τους ενημερώνεις ότι είσαι καλά. Ειδικά όταν κάθε μήνυμα σε κινητό κoστίζει €0,60.
Τα τελευταία χρόνια λοιπόν, η κρατική ETECSA έχει εγκαταστήσει δημόσια wifi hotspots, όπου μπορείς να συνδεθείς με μια κάρτα που κοστίζει 2-3 CUC για μία ώρα. Όλα αυτά θεωρητικά πάντα, γιατί η προσωπική μου εμπειρία έδειξε ότι πιο εύκολα μπορούσα να επικοινωνήσω τηλεπαθητικά με τα δικά μου πρόσωπα παρά με wi-fi.
Στο Τρινιδάδ καταλήξαμε να πάμε στο σπίτι του γιου και της νύφης της Λίλιαν και να μπούμε στο δικό τους wifi για μία ώρα (λίγοι Κουβανοί έχουν ίντερνετ στο σπίτι τους) χωρίς να ξέρουμε τους ανθρώπους και μάλιστα, την ώρα που ετοίμαζαν το βραδινό τους. Εννοείται, βέβαια, πως πληρώσαμε.
Όπως και να ‘χει, όμως, το να βλέπεις τουρίστες και Κουβανούς να περιμένουν μαζί σε τεράστιες ουρές και έπειτα να στριμώχνονται σε πλατείες και στενά κολλημένοι στις οθόνες τους ήταν μια εικόνα που άξιζε καταγραφής.
Budget
Για αρχή, ξεκινάτε με τα εισιτήρια. Από εκεί και πέρα, εμείς υπολογίζαμε περίπου 60-70 CUC τη μέρα (€57-67) για τα πάντα: διαμονή σε casa, φαγητό σε casa ή φθηνές paladares, μετακινήσεις, προσωπικά έξοδα. Το σίγουρο είναι ότι η Κούβα δεν είναι όσο φτηνή περιμένει κάποιος. Τα 25-30 CUC όμως για διαμονή σε δίκλινο με αυτόνομο μπάνιο και πλούσιο πρωινό στα 4-5 CUC είναι σίγουρα στα συν.
Συμπεράσματα
Η Κούβα δεν είναι ένας εύκολος προορισμός. Κάποιος πρέπει να αφήσει πίσω του πολλές προκαταλήψεις και προσδοκίες αν θέλει να περάσει καλά.
Είναι ένα νησί που εδώ και πέντε δεκαετίες ζει ουσιαστικά απομονωμένο από τον υπόλοιπο πλανήτη. Αυτό σημαίνει ότι δεν έχουν φτάσει ακόμα εκεί τα θετικά και τα αρνητικά της παγκοσμιοποίησης.
Η Κούβα έχει ένα σύστημα υγείας που θεωρείται κορυφαίο και έναν πληθυσμό με ένα από τα υψηλότερο ποσοστά αλφαβητισμού στον κόσμο (99,7% ενώ η Ελλάδα με αντίστοιχο πληθυσμό και πρόσβαση στο ίντερνετ έχει 97,7%). Την ίδια στιγμή όμως έχει φτώχεια, πολλή φτώχεια, παρόλο που τα προς το ζην τους τα εξασφαλίζει το κράτος.
Η έλλειψη σε υποδομές, η μετακίνηση με άλογα, η καλλιέργεια του εδάφους με βόδια ή κοινόχρηστα τρακτέρ μπορεί σε αρκετούς να ακούγονται ρομαντικά, αλλά δεν είναι. Και μπορεί το εμπάργκο από τις ΗΠΑ να ήταν καθοριστικό πλήγμα στην οικονομία της Κούβας, αλλά το σοσιαλιστικό καθεστώς ήταν και είναι ο σημαντικότερος λόγος που ο πληθυσμός της υποφέρει από ελλείψεις σε βασικά αγαθά.
Τα πράγματα, ωστόσο, δείχνουν να αλλάζουν. Η Κούβα γίνεται πιο εξωστρεφής, αλλά επιμένει πως θα διατηρήσει την σοσιαλιστική της οικονομία. Η προσωπική μου εκτίμηση είναι ότι αυτό δεν θα μπορέσει πρακτικά να συμβεί. Η εισροή των τουριστών, η ανάγκη για υψηλής ποιότητας υπηρεσίες, η προμήθεια περισσότερων πρώτων υλών κλπ θα βάλει την Κούβα στο παιχνίδι της ελεύθερης οικονομίας. Αν δεν το παίξει σωστά, οι πρώτοι που θα το πληρώσουν θα είναι οι κάτοικοί της.
Και θα είναι κρίμα, γιατί οι άνθρωποί της είναι όμορφοι, τόσο εξωτερικά όσο και εσωτερικά. Είναι ανοιχτοί, αγαπούν τους τουρίστες, αλλά, όπως παντού αλλού στον κόσμο, αρχίζουν να μαθαίνουν ότι μπορούν να τους αρμέξουν με πολλούς τρόπους. Θα σου πουν για τα πάντα, αλλά θα κομπιάσουν στα πολιτικά. Πέντε δεκαετίες αυταρχικού σοσιαλισμού δεν πρόκειται να ξεπεραστούν εύκολα, όσο και αν εξομαλυνθούν οι σχέσεις με τις ΗΠΑ και την ΕΕ.
Αναμφίβολα, αυτή είναι ιστορικά η καλύτερη εποχή για να επισκεφθεί κανείς την Κούβα. Αν το καθυστερήσει και φτάσουν πρώτες οι πολυεθνικές, τα MacDonald’s, τα Starbucks, η Heineken κλπ, τότε η Κούβα ίσως να μην έχει κάποιο συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι των άλλων χωρών της Λατινικής Αμερικής.