Ήθελα χρόνια τώρα να πάω στην Παταγονία και τη Γη του Πυρός. Και έμελλε αυτό να γίνει όταν ο ξάδερφός μου Δημήτρης μού ανακοίνωσε ότι θα μετακόμιζε στο Μπουένος Άιρες. Μέσα σε μερικούς μήνες, οι φίλοι μου Πέτρος, Άγγελος και Γιάννης είπαν το ναι και αρχίσαμε να κοιτάμε εισιτήρια. €800 ευρώ το δικό μου, άλλα τόσα τα δικά τους. Εγώ θα πετούσα από Λονδίνο, ο Πέτρος από Αθήνα μέσω Βρυξελλών, όπου θα συναντούσε τους άλλους δύο, που θα έρχονταν από Λουξεμβούργο. Η στατιστική της παρέας μας λέει πολλά: 4 στους 5 μένουμε στο εξωτερικό.
Το ταξίδι μου είχε ως ενδιάμεσο σταθμό τη Νέα Υόρκη, απ’ όπου θα πετούσα για Μπουένος Άιρες. Πετώντας κατά μήκος του ποταμού Hudson και βλέποντας στη σειρά τους ουρανοξύστες, τους τόσο οικείους από τις αμερικανικές ταινίες που έχω καταναλώσει όλα αυτά τα χρόνια, συνειδητοποίησα πόσο πολύ θέλω να ταξιδέψω σε αυτή την πόλη, παρόλο που ξέρω ότι θα με κουράσουν τα οξύμωρά της. Όπως η σημαία που με καλωσόρισε στο αεροδρόμιο Newark:
Welcome to the United States of America.
Καλωσόρισες, αλλά λίγο αργότερα κοίταξε την κάμερα, βγάλε τα παπούτσια, ακούμπησε τα δάχτυλά σου στην οθόνη, σήκωσε τα χέρια στον αέρα για να σε σκανάρουμε. It’s a free country, αλλά μια ελεύθερη χώρα που βασίζεται στην καχυποψία του άλλου. Μεγάλη συζήτηση…
Έφτασα στο Μπουένος Άιρες 24 ώρες απ’ όταν είχα φύγει από το σπίτι μου στο Λονδίνο. Στο αεροδρόμιο Ezeiza με περίμενε ο Δημήτρης και, αφού διασχίσαμε με το λεωφορείο την Avenida Rivadavia, τη μακρύτερη λεωφόρο στον κόσμο, πήγαμε στο hostel όπου θα βρίσκαμε τους άλλους. Το hostel μάς θύμισε τη στρατιωτική μας θητεία. 4,1/10 ήταν η βαθμολογία του στο ίντερνετ, την οποία τσεκάραμε μόνο μετά από μερικές μέρες, αφού το είχαμε κλείσει μέσω γνωστών.
Κάπως έτσι βρήκαμε και τον Χουάν, το κονέ μας για πέσος σε τιμές μαύρης αγοράς (blue market στην Αργεντινή). Είναι μια πρακτική πολύ δημοφιλής εκεί (και προφανώς παράνομη), αφού το αδύναμο πέσο χάνει συνεχώς αξία. Έτσι, φτάσαμε στην Αργεντινή με δολάρια για να τα αλλάξουμε με ισοτιμία 9,1 όταν η επίσημη ήταν 5,7, εξοικονομώντας έτσι ένα σεβαστό ποσό.
Το Μπουένος Άιρες είναι περισσότερο ευρωπαϊκό και λιγότερο λατινοαμερικάνικο. Σε πολλά σημεία του, μάλιστα, θυμίζει την Αθήνα, με νεοκλασικά κτίρια δίπλα σε μοντέρνες γυάλινες κατασκευές. Όμως αυτό που περισσότερο μου θύμισε την Ελλάδα ήταν τα πρόσωπα των ανθρώπων. Ταλαιπωρημένα, αλλά χαμογελαστά. Κατσουφιασμένα το πρωί στα λεωφορεία, αλλά ζωντανά το βράδυ όταν χορεύουν τάνγκο στην πλατεία Dorrego. Για τους εαυτούς τους, όχι για τους επισκέπτες, όπως γίνεται στην κακόφημη, αλλά πολύχρωμη Boca με τα τουριστικά εστιατόρια, την αγορά με τα σουβενίρ και το γήπεδο της Boca Juniors, δίπλα στις γραμμές του τρένου, τις οποίες όλοι οι τουριστικοί οδηγοί σε αποθαρρύνουν να διασχίσεις.
Οι δύο πρώτες μέρες στο Μπουένος Άιρες κύλισαν πολύ γρήγορα, ξεκινώντας όμως με μια απογοήτευση, που πήραμε όταν πήγαμε σε ένα τουριστικό πρακτορείο για να ρωτήσουμε πόσο θα μας στοίχιζε ένα πακέτο για τους καταρράκτες Iguazu. 2500 πέσος, δηλαδή περίπου 200 ευρώ. To ποσό μικρό σχετικά, αλλά όχι όταν έχεις ήδη ένα προγραμματισμένο budget. Αποφασίσαμε ότι δε θα πηγαίναμε και, με έναν αναστεναγμό για το θέαμα που δε θα βλέπαμε ποτέ από κοντά, ξεχυθήκαμε στους πολύβουους δρόμους του Μπουένος Άιρες, με τα λεωφορεία αντίκες και τα μοντέρνα αμάξια με ονομασίες άγνωστες στην Ευρώπη.
Tα πρώτα πράγματα που μάθαμε για την Αργεντινή είναι ότι είναι γεμάτο parrillas, κάτι αντίστοιχο με τις δικές μας ψησταριές, από φτωχικές μέχρι πολυτελείας, ότι είναι δύσκολο να βρεις χαρτοπετσέτα που να μην είναι σαν τσιγαρόχαρτο, ότι οι πινακίδες της Coca-Cola είναι περισσότερες από τις σημαίες της χώρας, ότι τα μπουκάλια της μπύρας είναι του 1L, και ότι στα αργεντίνικα Ισπανικά το -ll- και το -y- προφέρεται ως παχύ σίγμα. Έτσι, η parilla προφέρεται παρίσσα και η μαγιονέζα μασσονέσσα. Στην πραγματικότητα, είναι τόσο διαφορετικά τα αργεντίνικα ισπανικά στην προφορά τους, που κάποια στιγμή μια Αργεντίνα μας ρώτησε αν είμαστε Καταλανοί. (Το ίδιο μου συνέβη και πρόσφατα, σε αργεντίνικο εστιατόριο στο Λονδίνο).
Την Τρίτη το πρωί, πήγαμε ξανά στο αεροδρόμιο Ezeiza για να πετάξουμε για Ushuaia, τη νοτιότερη πόλη του κόσμου. Το πιο ενδιαφέρον σημείο της 4ωρης πτήσης ήταν όταν ο Γιάννης, εντελώς από το πουθενά, γύρισε και μας ρώτησε το εξής απλό που κανείς μας δεν είχε σκεφτεί μέχρι εκείνη τη στιγμή: Γιατί δεν πάμε Iguazu με το λεωφορείο; Αμέσως ανοίξαμε τον οδηγό μας, όπου είδαμε ότι το ταξίδι για τους καταρράκτες ήταν 18-20 ώρες. Αποφασίσαμε να το ψάξουμε μόλις γυρίσουμε στο Μπουένος Άιρες και δεν το ξανασυζητήσαμε.
Για τις επόμενες τρεις ημέρες θα ζούσαμε σε ένα παταγονικό όνειρο. Ένα όνειρο που περιελάμβανε κορμοράνους, θαλάσσιους λέοντες, πολλά χιόνια, χάσκι, ιθαγενείς λατινοαμερικάνους, γύπες, λίμνες των Άνδεων, πολύ, μα πολύ κρύο και ακόμα πιο πολύ κρέας, κι ένα μπουκάλι Malbec, που ήπιαμε την τελευταία μας νύχτα, μόνοι στο σαλόνι του ξενοδοχείου, κοιτάζοντας τα βουνά της Χιλής.
Ήμασταν μόλις 1,000 μίλια μακριά από την Ανταρκτική και το καταλάβαμε καλύτερα όταν φτάσαμε στο Faro del Fin del Mundo. Δε θα καταφέρω ποτέ να εγκλωβίσω σε ένα κείμενο εκείνο το συναίσθημα που μας είχε πλημμυρίσει κοιτάζοντας το πέλαγο πέρα από το φάρο. Τόσο κοντά στο Νότιο Πόλο και όμως, τόσο μακριά.
Οι πρώτοι άνθρωποι που είχαν φτάσει εκεί που ήμασταν τώρα εμείς ήταν οι ιθαγενείς, οι οποίοι ήταν αυτοί που βάφτισαν την περιοχή Γη του Πυρρός. Αντιμέτωποι με την υγρασία και το κρύο, αντί να ντύνονται με ρούχα που βρέχονταν εύκολα και στέγνωναν δύσκολα, ανέπτυξαν τη συνήθεια να ανάβουν παντού φωτιές, ακόμα και στις βάρκες τους. Έχοντας προέρθει από την Ασία, περνώντας στην Αμερική από το Βερρίγειο Πορθμό, οι ιθαγενείς της Αμερικής άρχισαν να αφανίζονται εξαιτίας των Ευρωπαίων που έφτασαν εκεί τον 16o αιώνα, οι οποίοι θέλησαν να τους εκχριστιανίσουν, κάνοντάς τους παράλληλα υπηρέτες τους, και μεταφέροντας ασθένειες της Ευρώπης που οι ευάλωτοι οργανισμοί των ιθαγενών αδυνατούσαν να καταπολεμήσουν.
Είχαμε φτάσει στην άκρη της Λατινικής Αμερικής, στην αφετηρία του Pan-American Highway, του δρόμου που διασχίζει ολόκληρη την ήπειρο από την Αργεντινή ως την Αλάσκα. Κι εγώ απείχα ήδη 13.600 χιλιόμετρα από το Λονδίνο. Το ταξίδι που περίμενα τόσα χρόνια όμως δεν είχε φτάσει ακόμα στη μέση του…
Γυρίσαμε στο Μπουένος Άιρες και πήγαμε στα τοπικά… ΚΤΕΛ, τα οποία στην ουσία ήταν δεκάδες διαφορετικές εταιρείες, που ταξιδεύουν σε κάθε γωνιά της Αργεντινής, με λεωφορεία συμβατικά αλλά και άλλα, ειδικά διαμορφωμένα για τα μακρύτερα ταξίδια. Ένα τέτοιο ήταν και το δικό μας, αυτό στο οποίο θα περνούσαμε συνολικά 18 ώρες για το Puerto Iguazu και άλλες τόσες στο γυρισμό. 3,680 πέσος για θέσεις “cama” συν 80 δολάρια για το ξενοδοχείο, για δύο βράδια, ένα συνολικό κόστος 92 ευρώ ανά άτομο, δηλαδή. Καθόλου άσχημα. Ήμασταν προετοιμασμένοι για όλα. Για κούραση, για άβολο ύπνο, για πρόχειρο φαγητό, αλλά και για τη θέα ενός συμπλέγματος καταρρακτών που το Lonely Planet κατέταξε σαν ένα από τα 10 καλύτερα αξιοθέατα του 2013.
Ξεκινήσαμε το ταξίδι στις 19.00 και η πρώτη εικόνα ήταν οι φτωχογειτονιές του Retiro, του κεντρικού σταθμού της πόλης. Παραπήγματα, πολυκατοικίες που είχαν μείνει στα τούβλα και όμως στέγαζαν οικογένειες, δρόμοι λασπωμένοι, σκεπασμένοι από χιλιάδες καλώδια, παιδιά που έτρεχαν δίπλα σε πρεζάκια που συναλλάσσονταν αδιάφορα και αδιάκριτα. Και όλα αυτά με φόντο έναν ζεστό ήλιο που έδυε σαν πορτοκάλι. Αμέσως έπεσε η νύχτα και λίγο αργότερα ήρθε ο ύπνος.
Ξύπνησα αρκετές φορές, μόνο και μόνο για να δω ότι ταξιδεύαμε ακόμα. Απόλυτο σκοτάδι έξω και διάσπαρτα ροχαλητά μέσα. Το πρωί μας βρήκε ανάμεσα σε υποτροπικά δάση, χωρισμένα από ατελείωτα χωράφια όπου έβοσκαν αμέτρητες αγελάδες. Γρήγορα μας βρήκε και η βροχή, η οποία στην άφιξή μας είχε γίνει ήδη καταιγίδα.
Το Puerto Iguazu είναι η αργεντίνικη πόλη που χτίστηκε για τους επισκέπτες των καταρρακτών, οι οποίοι αποτελούν φυσικό σύνορο μεταξύ Αργεντινής και Βραζιλίας. Στην άλλη πλευρά υπήρχε το Foz do Iguacu, από το οποίο θα περνούσαμε στη διαδρομή για τους καταρράκτες. Κι εδώ τα λόγια περισσεύουν. Θα αφήσω να μιλήσουν μόνο οι φωτογραφίες…
Επιστρέφοντας στο Puerto Iguazu, κάναμε μια μικρή επίσκεψη στην Παραγουάη. Την ανασφάλεια που νιώσαμε δεν την νιώθεις ούτε στο Μεταξουργείο 3 η ώρα τη νύχτα. Άνθρωποι που σε κοιτάνε σαν εξωγήινο, όπλα στα αμάξια, σεκιουριτάδες έξω από τα περισσότερα μαγαζιά ήταν μόνο μερικοί από τους λόγους. Από εκεί κατευθυνθήκαμε στο Itaipu Dam, το μεγαλύτερο υδροηλεκτρικό εργοστάσιο στον κόσμο σε παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, το οποίο υδροδοτείται από τους τεράστιους όγκους του ποταμού Parana (Para na = σαν τη θάλασσα), και το οποίο ηλεκτροδοτεί την Παραγουάη και τη Βραζιλία.
Γυρίσαμε στο Μπουένος Άιρες γεμάτοι, μα ταυτόχρονα άδειοι. Γεμάτοι για τις εμπειρίες που είχαμε κουβαλήσει από το ταξίδι μας και άδειοι από ενέργεια, γνωρίζοντας ότι σύντομα θα επιστρέφαμε στην Ευρώπη. Όλα μας φαίνονταν τόσο μικρά εκείνες τις μέρες. Έχοντας ταξιδέψει στην άκρη του κόσμου, έχοντας διασχίσει την Αργεντινή από τον κρύο Νότο ως τον υποτροπικό Βορρά, έχοντας γνωρίσει Αργεντίνους που έλεγαν ότι πρώτη τους φορά γνώριζαν Έλληνες, αισθανόμασταν ότι είχαμε κάνει κάτι πολύ περισσότερο από ένα απλό ταξίδι. Φεύγαμε πλέον σοφοί, γιατί είχαμε πάρει κι εμείς μια ιδέα οι Ιθάκες τι σημαίνουν.
Την αγάπησα την Αργεντινή. Για το φαγητό της, το κρασί της, τη φυσική της ομορφιά, για τη χαρά να βλέπω ταλαιπωρημένους ανθρώπους να χαμογελούν και άγνωστους ανθρώπους να κοντοστέκονται για να σε βοηθήσουν, χωρίς να γνωρίζουν αγγλικά, χωρίς να γνωρίζουμε ισπανικά. H ευγένεια των φτωχών ανθρώπων. Σε μια χώρα με ένδοξο παρελθόν, χρεοκοπημένο παρόν και απρόβλεπτο μέλλον…