Χριστουγεννιάτικο απόσπασμα από “Το Μυστικό του Λεβάντε”, Εκδόσεις Διόπτρα

Αν θέλετε να μάθετε περισσότερα για το ιστορικό μυθιστόρημα “Το Μυστικό του Λεβάντε”, κάντε κλικ εδώ.

“Τον υπόλοιπο Δεκέμβρη οι Ζακυνθινοί όμηροι τον πέρασαν στη Λευκάδα, σ’ ένα ωραιότατο ξενοδοχείο, από αυτά που τους είχαν υποσχεθεί οι Ιταλοί: στις φυλακές του νησιού. Εκεί, σ’ έναν στενόχωρο θάλαμο, κάτω από ένα ταβάνι που έσταζε νερά και μ’ έναν περιφερόμενο μεταλλικό κουβά για ουρητήριο, γιόρτασαν τα Χριστούγεννα μακριά από την οικογένειά τους. Το βραστό καλαμπόκι και τα ραπανάκια που τους σέρβιραν βαφτίστηκαν με ευκολία χριστόψωμο και κοτόπουλο αυγολέμονο, για να τηρηθούν οι πατρογονικές συνήθειες και να ξεγελαστούν λίγο ο θυμός και ο πόνος τους.

«Τι να σου προσφέρουμε, Χριστέ, για το ότι ήρθες στη γη σαν άνθρωπος για χάρη μας; Καθένα απ’ όσα δημιούργησες σου προσφέρει ασταμάτητα την ευχαριστία: οι άγγελοι τον ύμνο, οι ουρανοί το αστέρι, οι μάγοι τα δώρα, οι βοσκοί το θαύμα…»

«…και το γάλα».

«Σκάσε, ρε, και λέω το απολυτίκιο».

«Μην το πεις όλο, λυπήσου με. Θα με πάρουν τα ζουμιά από τη συγκίνηση».

«Άμα δεν σ’ αρέσει, τράβα σπίτι σου».

Ο διάλογος έκλεισε με ματιές όλο νόημα, τις οποίες ακολούθησαν αυθόρμητα γέλια. Ήταν τόσο ηχηρά και μεταδοτικά που, σε δευτερόλεπτα, είχαν συνεπάρει ολόκληρο το θάλαμο.

Ο διάλογος είχε γίνει μεταξύ του Φαίδωνα, του φαρμακοποιού, ο οποίος είχε αναλάβει το ρόλο του ιερέα και του εξομολογητή της ομάδας, και του Μπάμπη, του δασκάλου από το Μαχαιράδο, που τύχαινε να είναι άθεος και να μη χάνει ευκαιρία για να πειράξει τον επίτιμο ιερωμένο. Ο εκνευρισμός του Φαίδωνα είχε γεννήσει, άθελά του, μια φράση τόσο ειρωνική, που μέσα στην ταλαιπωρία των αιχμαλώτων είχε σταθεί ιδανική αφορμή για γέλιο. Ήταν η πρώτη φορά, απ’ όταν άφησαν τη Ζάκυνθο, που ξεφορτώθηκαν τα βάρη τους και μπόρεσαν να γελάσουν.

Εκείνη η φράση μεταμορφώθηκε αμέσως σε κάτι σαν σύνθημα. Όσες φορές κι αν την επαναλάμβαναν, δεν φαινόταν να χάνει σταλιά από τη γοητεία της. Κολλούσε σε όλες τις περιστάσεις και αυτόματα, σαν να πατούσες ένα κουμπί, προκαλούσε πάντα το ίδιο τρανταχτό γέλιο, όποια ώρα της μέρας κι αν ακουγόταν, εκτός από το βράδυ.

Μόλις σουρούπωνε και το σκοτάδι απλωνόταν στο θάλαμο σαν μαύρο σύννεφο, οι αιχμάλωτοι άρχιζαν να μετρούν τις λέξεις τους. Κάποιοι μάλιστα τις τσιγκουνεύονταν τόσο που δεν τις χάριζαν σε κανέναν, αν δεν υπήρχε ιδιαίτερος λόγος. Αποσύρονταν στα κρεβάτια και βουβά συλλογίζονταν τα δικά τους, που ως επί το πλείστον ήταν οι κοινές τους ανησυχίες για την τύχη που τους περίμενε.

Παρά τη μεγάλη δυστυχία τους, κάπου αισθάνονταν τυχεροί. Όσοι στέκονταν κοντά στην πόρτα γίνονταν συχνά αυτόπτες ή αυτήκοοι μάρτυρες των δοκιμασιών που υποβάλλονταν άλλοι αιχμάλωτοι. Όπως εκείνοι που σέρνονταν αναίσθητοι από τους Ιταλούς, όπως οι άλλοι που βογκούσαν από αγανάκτηση ή αβοήθητοι από τον πόνο, ενώ κάποιοι ξεσπούσαν κι έκλαιγαν, επειδή αναγκάζονταν να χέζουν δίπλα στο προσκεφάλι τους. Τους έβαζαν σε διάφορες σκέψεις όλες αυτές οι καθημερινές εικόνες. Προβληματίζονταν αν έπρεπε να σιωπούν ευγνώμονες για την αδιαφορία που οι ίδιοι εισέπρατταν από τους Ιταλούς ή αν όφειλαν να αντιδράσουν υπέρ των άλλων συμπατριωτών τους. Όσο κι αν το σκέφτονταν, ήξεραν την απάντηση από την αρχή.

Συνέχισαν να περνούν τις ώρες τους στο θάλαμο αδιάφορα, νιώθοντας πια ευλογημένοι γι’ αυτό. Προσπαθώντας να δώσουν νόημα ακόμη και στο παραμικρό γεγονός, αναλώνονταν σε κενές συζητήσεις ή ψευτοφιλοσοφικούς στοχασμούς. Το μόνο που έδινε λίγη γεύση στις ανούσιες μέρες τους ήταν οι φάρσες που σκάρωνε ο ένας στον άλλο, οι οποίες όμως πολλές φορές κλιμακώνονταν σε αψιμαχίες, μόνο και μόνο για ν’ ακουστεί στο τέλος η φράση «Άμα δεν σ’ αρέσει, τράβα σπίτι σου» και να ξεσπάσουν όλοι σε γέλια, στα γέλια που χαλάρωναν τα πνεύματα και επανέφεραν τη θαλπωρή της συντροφικότητας στον κρύο θάλαμο.

Βλέποντας ότι οι Ιταλοί δεν έλεγαν να τους μετακινήσουν από τη Λευκάδα, άρχισαν να σχεδιάζουν πώς θα γιορτάσουν την αλλαγή του χρόνου, την Πρωτοχρονιά.

«Λοιπόν, πρέπει να τηρήσουμε τα έθιμα. Πρέπει κάποιοι να πάνε ν’ αγοράσουνε μπρόκολα και αλεύρι για τηγανίτες».

«Εγώ θα πάω για τα μπρόκολα».

«Θα έρθω κι εγώ μαζί σου».

«Κι εγώ θα φτιάξω τις τηγανίτες».

«Θα πάω κι εγώ στη θεία μου να πάρω μέλι».

«Ωραία. Τώρα θέλουμε κι άλλους δύο για να σφάξουνε ένα γαλόπουλο».

«Εγώ».

«Κι εγώ».

«Μπράβο. Πηγαίνετε όμως σήμερα, για να προλάβει να σιτέψει μέχρι την Παρασκευή που είναι Πρωτοχρονιά».

Ο Κωστής δεν συμμετείχε σε αυτό τον αθώο παραλογισμό. Τους παρατηρούσε όμως και χαμογελούσε, κάπου καμαρώνοντάς τους που δεν είχαν χάσει ακόμα το κουράγιο του, όπως αυτός.

«Μοιράστηκαν όλοι οι ρόλοι. Θα έρθεις να με βοηθήσεις να μαζέψουμε πατάτες από τον κήπο;» τον ρώτησε ο Πέτρος, που προσπαθούσε συνεχώς να τον εμψυχώνει.

«Πάλι μαλακίες λες, ωρέ Πέτρο; Έχεις ξαναμαζέψει πατάτα το χειμώνα;» είπε και γέλασαν κι οι δυο.

Δυο μέρες πριν από την Πρωτοχρονιά, που με τόση προσποιητή λαχτάρα περίμεναν οι αιχμάλωτοι, οι Ιταλοί μπήκαν στο θάλαμο και τους διέταξαν να ετοιμαστούν για αναχώρηση, χωρίς να τους αποκαλύψουν πού θα πάνε. Τους φόρτωσαν σε δύο φορτηγά, με τα οποία ταξίδεψαν σχεδόν ολόκληρη τη μέρα.

Οι απόψεις για την κατεύθυνσή τους διίσταντο. Οι απαισιόδοξοι έλεγαν ότι τους πηγαίνουν στην Αλβανία, για να περάσουν αποκεί οδικώς στην Ιταλία· ενώ οι αισιόδοξοι υποστήριζαν ότι ο δρόμος που είχαν τραβήξει οδηγούσε προς το Νότο, ίσως προς την Πάτρα. Η αισιοδοξία αυτή εδραζόταν αποκλειστικά και μόνο στην ελπίδα ότι όσο περισσότερο μείνουν στην Ελλάδα, τόσο θα αυξηθούν οι πιθανότητες να γλιτώσουν την εξορία. Μπορεί όλη η πατρίδα τους να ήταν πλέον υπό κατοχή και οι Ιταλογερμανοί να ξεπερνούσαν αριθμητικά ακόμη και τα δέντρα, αλλά δεν έπαυε να είναι η χώρα που γνώριζαν καλά. Σε περίπτωση που τους έστελναν στην Ιταλία, ακόμη και αν κατάφερνε κάποιος να δραπετεύσει από την αιχμαλωσία, θα είχε να αντιμετωπίσει το ανυπέρβλητο εμπόδιο της επιστροφής.

Ο Κωστής είχε ταχθεί με τους απαισιόδοξους, σε αντίθεση με τον Πέτρο που επέμενε να μη χάνει το κουράγιό του. Προς έκπληξη του πρώτου, κέρδισαν οι αισιόδοξοι. Τελικός προορισμός τους ήταν το Μεσολόγγι, και ειδικότερα το Μητροπολιτικό Μέγαρο, ένα μεγάλο περιποιημένο κτίριο, στου οποίου το ισόγειο θα παρέμεναν μέχρι τα μέσα του Γενάρη.

Μπαίνοντας στο θάλαμο, τους έκαναν αμέσως εντύπωση τα στρωμένα κρεβάτια με καθαρά σεντόνια, τα τραπέζια με τα καθίσματα και η ξυλόσομπα που έστεκε ήδη αναμμένη σε μια γωνία. Οι αιχμάλωτοι που συνάντησαν εκεί τους διαβεβαίωσαν ότι οι θετικές εντυπώσεις θα συνεχίζονταν και με το φαγητό – όχι μόνο λόγω της ποιότητας, αλλά και της ποσότητάς του.

Σαν ορειβάτες που τρυπώνουν σε καταφύγιο, οι Ζακυνθινοί περικύκλωσαν τη σόμπα και άρχισαν να διηγούνται στους άλλους αιχμαλώτους τις περιπέτειες της Λευκάδας, ενώ παράλληλα άκουγαν τις δικές τους εμπειρίες από τις μέχρι τότε συνθήκες αιχμαλωσίας τους.

Ανάμεσα σε αυτούς ήταν τα πρώτα ξαδέρφια Αντρέας και Βίκτορας. Οι πατεράδες τους, αδέλφια με διαφορά ηλικίας δύο χρόνων, είχαν σκοτωθεί μαζί στην Αμφιλοχία το Πάσχα του 1941, από βόμβες που έριξαν και εκεί τα Στούκας την ίδια μέρα που βομβάρδισαν τα Ιωάννινα, σκοτώνοντας τον Γεράσιμο και τραυματίζοντας τον Κωστή. Όταν αποκαλύφθηκε αυτή η σύμπτωση, οι τρεις άντρες αγκαλιάστηκαν σαν μικρά παιδιά, κλείνοντας τα μάτια, βουβοί και μουδιασμένοι από το ρίγος που τους προκάλεσε εκείνο το μεταφυσικό στοιχείο της γνωριμίας τους.

Ο Αντρέας ήταν ταχυδρόμος, τριάντα χρονών, μοναχογιός, παντρεμένος κι είχε ένα παιδάκι δύο χρονών. Η γυναίκα του, έγκυος τεσσάρων μηνών όταν τον συνέλαβαν οι Ιταλοί, αποφάσισε να πάρει το παιδί και να πάνε να μείνουν με τους γονείς της στο Αγρίνιο, αφήνοντας πίσω την πεθερά της. Μάταια είχε προσπαθήσει να την πείσει να έρθει μαζί τους. Δεν ήθελε χάρες εκείνη, δεν καταδεχόταν να νιώθει βάρος, όσο φιλόξενοι κι αν ήταν οι συμπέθεροί της. Ήξερε καλά ότι δεν θα άντεχε φιλοξενούμενη πάνω από τρεις μέρες. Προτίμησε να μείνει στην Αμφιλοχία, μόνη και στερημένη από τον άντρα, το γιο, τη νύφη και τον εγγονό της, αγνοώντας ότι ροκάνιζε από απόσταση το μυαλό του Αντρέα, που είχε καθημερινά την αγωνία της.

Τουλάχιστον ο γιος της ένιωθε ήσυχος για τη γυναίκα και το παιδί του. Εκείνες τις άγριες εποχές, που οι Γερμανοί περιφέρονταν στα χωριά σαν λυσσασμένα σκυλιά και δάγκωναν όποιον δεν υπάκουε στα αλυχτίσματά τους, δυο γυναίκες μόνες ήταν ο ευκολότερος στόχος. Στο πατρικό της θα είχε μια σχετική ασφάλεια και τη βοήθεια που θα χρειαζόταν την ώρα της γέννας. Ποιος ξέρει σε ποιο μπουντρούμι της Ιταλίας θα βρισκόταν ο Αντρέας όταν θα ερχόταν εκείνη η μέρα.

Ο ξάδερφός του ο Βίκτορας, μικρότερος σε ηλικία και ανύπαντρος, ήταν πριν από τον πόλεμο διορισμένος δάσκαλος σ’ ένα χωριό του Ορεινού Βάλτου, με το όνομα Βαρετάδα. Η ζωή του είχε τόσο ενδιαφέρον όσο και το εκάστοτε βιβλίο που διάβαζε. Το σπίτι του γινόταν κάθε βδομάδα κι άλλο κάστρο, όπου φιλοξενούσε τις κατά καιρούς ερωμένες του, τις ηρωίδες των ρομαντικών μυθιστορημάτων που παντρεύονταν τον ιππότη, αλλά μετά το τέλος της ιστορίας ξενυχτούσαν κάθε βράδυ με τη σκέψη του Βίκτορα. Ήταν τόσο μαλθακός και αφελής, που δεν φρόντιζε καν να κρύβει αυτές τις καθημερινές ονειροπολήσεις του από τον τραχύ Αντρέα, που μονίμως τον κορόιδευε και του έλεγε πως, αν ήθελε, θα είχε γίνει ο ιππότης της Βαρετάδας με τόσες χήρες που είχε το χωριό. Με ένα «Βρε, άι στου διάολ’» ο Βίκτορας τον ξαπόστελνε κάθε φορά, για να επιστρέψει στις αεροβασίες του και στις νεράιδες του δάσους που τον περίμεναν να τις ξεπαρθενέψει.

Το θέλησε η μοίρα, και πάνω απ’ όλα οι Ιταλοί που τους κρατούσαν αιχμαλώτους, αυτή η σχέση των τριών αντρών να μακροημερεύσει και να χρονίσει. Την άλλη μέρα κιόλας ο Κωστής τούς ένιωθε σαν αδέρφια, όπως ένιωθε και τον Πέτρο. Έλεγε πως, λίγο μόνο αν προσπαθούσε, θα μπορούσε να θυμηθεί τον Αντρέα και τον Βίκτορα να κάθονται με τον Παντελή στη σκιά της δάφνης, στην πίσω αυλή του επιστατικού, και να περιμένουν τα σύκα που τους έφερνε ο Κωστής από το περιβόλι του αρχοντικού.

Τι κι αν το επόμενο βράδυ επρόκειτο ν’ αλλάξει το χρόνο μακριά από την οικογένειά του; Είχε πλέον μαζί του τρία αδέρφια από διαφορετική μάνα, που αλάφρυναν την αιχμαλωσία του και την αβάσταχτη αναμονή της εξορίας.”

Αν θέλετε να μάθετε περισσότερα για το ιστορικό μυθιστόρημα “Το Μυστικό του Λεβάντε”, κάντε κλικ εδώ.