Είχε χρόνο δυο μήνες να ετοιμάσει τις βαλίτσες του και όμως, το άφησε για την τελευταία μέρα. Αναβλητικός, όπως πάντα. Και την αίτηση για το μεταπτυχιακό τελευταία μέρα την έκανε. Τελευταία μέρα αποπειράθηκε να κάνει και την αίτηση για δωμάτιο στην εστία, αλλά χάλασε ο υπολογιστής, και τελικά, δεν πρόλαβε.
Δεν τον ένοιαζε όμως ούτε πού θα κοιμάται ούτε τι θα τρώει. Μια ζωή περίμενε να πάει για μεταπτυχιακό στη Γαλλία και είχε έρθει η ώρα. Μπορεί στα 18 να μην ήξερε τι ήθελε να σπουδάσει, ήξερε όμως ότι θα πήγαινε για μεταπτυχιακό στο Παρίσι. Βέβαια, αν δεν είχε βάλει κι αυτό σκοπό, ούτε τη σχολή δε θα είχε τελειώσει.
Είχε παίξει ρόλο και η Ανέτα σε αυτό, η κοπέλα του. Η πρώην κοπέλα του. Έλεγαν ότι θα πήγαιναν μαζί και θα νοικιάζανε ένα στούντιο να βλέπει το Σηκουάνα, έστω κι από μακριά. Τελικά το δωμάτιο που είχε νοικιάσει έβλεπε στην πίσω μεριά μιας άλλης πολυκατοικίας. Αλλά για να είναι συνεπής με τα όνειρά του, έβαλε στη βαλίτσα του μια μεγάλη φωτογραφία του ποταμού. Έτσι γίνεται με τα όνειρα, όταν καταλάβεις ότι δε θα πραγματοποιηθούν, τα κρεμάς στον τοίχο σαν φωτογραφίες με στιγμές που θέλεις να θυμάσαι.
Η Ανέτα θυμήθηκε μετά από τέσσερα χρόνια ότι πιεζόταν και ότι ήθελε χρόνο για τον εαυτό της. Ζήτησε από το Σταύρο να μην αλλάξει για χάρη της τα σχέδια του. Πήγαινε στο Παρίσι και στείλε μου αν θες μια καρτ ποστάλ με το Σηκουάνα. Ο Σταύρος δεν είχε σκοπό να αλλάξει τα σχέδια του, αλλά αντί για καρτ ποστάλ είχε σκοπό να της στείλει μια μούτζα.
Κοίταξε τον καθρέφτη και είδε στα χείλη του μια πικρία για ό,τι είχε συμβεί με την Ανέτα. Και λίγο πιο πάνω, στα μάτια κολυμπούσε ένας θυμός. Αυτά τα δύο συναισθήματα δεν χωρούσαν στη βαλίτσα. Άντε να χωρέσεις έναν κουρελιασμένο εγωισμό δίπλα σε κάλτσες και σώβρακα.
17 ώρες μέχρι την αναχώρηση. Θα έβλεπε φίλους το τελευταίο βράδυ. Ανάμεσα σε αυτούς και η Ανέτα. Είχε γίνει φίλη τώρα. Οι άνθρωποι ό,τι δεν έχουν κουράγιο να το εγκαταλείψουν το κάνουν φίλο κι ελπίζουν ότι θα χαθεί από μόνο του. Είναι ένα παιχνίδι με τη Συνείδηση η οποία πρέπει πάντα να μένει καθαρή.
Αλλά αυτός με την Ανέτα δεν θα γινόταν ποτέ φίλος. Τι να μοιραστείς με έναν άνθρωπο που τα έχεις ήδη μοιραστεί όλα; Θα έφευγε και θα την εγκατέλειπε, ελπίζοντας να μην την ξαναδεί ποτέ.
Μερικές φορές στη σκέψη είναι όλα εύκολα. Και τότε έρχεται ένα φιλί και τα παρασύρει όλα. Δεν ήξερε αν το είχε προκαλέσει η Ανέτα ή ο ίδιος, δεν ήξερε αν ήταν παρόρμηση ή ριζωμένη ανάγκη, αλλά εκείνο το φιλί έκανε το φερμουάρ της βαλίτσας να σκαλώνει και να μην κλείνει.
Κοίτα να δεις τι παθαίνεις όταν είσαι αναβλητικός. Κοίτα να δεις, που για ένα φερμουάρ ο Σταύρος θα έχανε το αεροπλάνο για Παρίσι.
Η ιστορία συνεχίζεται στο διήγημα “Η καρτ-ποστάλ”.