Έχω πέντε μήνες καθαρός
ούτε μια γραμμή
από τότε που έβαλα το τέλος.
Στεγνός
λιπόσαρκος
το χέρι άδειο
έκθετος εδώ και πέντε μήνες
μες στα αίματα
Τι αιματηρή μάχη η καθημερινότητα
με γδέρνει στον ήλιο
άψυχο σαρκίο
άδειο το μυαλό
στραγγίζει από φαντασία.
Ακούω τις λέξεις μου να στάζουν
στο χώμα
ορφανές κόρες που θα γεράσουν
ανάνθιστες μανόλιες.
Δε θα μου βγει σε καλό
ο τόσος ήλιος
με αφοπλίζει
με στυλώνει σε μια εμπόλεμη ζώνη
γυμνός και μόνος
ανάμεσα σε δυο εχθρούς
καυτά πυρά οι φωνές τους
περνάνε από τα αυτί ξυστά
και ο ήχος τους
η χροιά της συνείδησής μου.
(Παραλύω ή παραληρώ;)
Παραδόσου!
Με βία μου στερούν την όμορφη σκλαβιά μου
τους το φωνάζω
δε με πιστεύουν
κανείς δε σε πιστεύει
η αλήθεια που λες είναι μόνο δική σου.
Υποτροπιάζει
θα διαγνώσουν οι γιατροί της κανονικότητας
θα χαθεί πάλι στον κόσμο του
εκεί που δε χωράμε εμείς
εκεί που δε χωράει κανένας
παρά ο ίδιος
μόνο για να χάνεται.
Έχασε την ευκαιρία του να γίνει σαν εμάς
πετυχημένος
λαμπερό χαμόγελο, σφιχτή χειραψία.
Θα πεθάνει μόνος
μοναξιά και δυστυχία
να κυνηγά τις λέξεις
σχήματα λόγου
σημεία στίξης.
Θα γράφει σελίδες και θα νομίζει πως κάτι κάνει
θα του φύγουν τα χρόνια και θα μείνουν τα βιβλία.
Υποτροπίασα, γιατρέ μου. Μα είμαι ευτυχισμένος.