Είχε πέντε χρόνια να πάει στο Χωριό. Κατά κάποιο τρόπο, βέβαια, πήγαινε κάθε μέρα. Συρόταν μέχρι το σπίτι της, της χτυπούσε την πόρτα και περίμενε τη Λένα να του ανοίξει, να του χαμογελάσει και να τον φιλήσει πεταχτά. Μεγάλο πράγμα η φαντασία.
Ούτε αυτός θυμόταν από πότε ήταν ερωτευμένος μαζί της. Ήξερε απλά πως δεν έπαψε ποτέ να θέλει να την κάνει δική του. Ακόμα κι όταν άφησε το Χωριό για να πάει να σπουδάσει, ακόμα κι όταν αυτή παντρεύτηκε, ακόμα κι όταν έκανε το πρώτο της παιδί, ακόμα κι όταν έκανε το δεύτερο. Αυτή ποτέ της δεν τον είχε κοιτάξει πονηρά. Απλά, έτυχε μια φορά, στα δώδεκά της, τότε που σπαρταρούσε μέσα της η αγουροξυπνημένη γυναικεία φύση, να του δώσει ένα πεταχτό φιλί, ίσα για να δει πώς είναι. Τι το ‘θελε κι αυτή;
Από μικρός ήταν παράξενο παιδί ο Αντρέας. Διάβαζε για χαμένους θησαυρούς, για εξωγήινους, για στοιχειωμένα σπίτια, αλλά όσο μεγάλωνε, ήλπιζαν οι γονείς του ότι θα του φύγει το «κουσούρι». Με την ελπίδα έμειναν. Πέρασε ο Αντρέας στην Αρχαιολογία –τελευταίος- και βάλθηκε να βρει το θησαυρό του Αλή Πασά. Κάπου είχε διαβάσει ότι ο Τουρκαλβανός πασάς είχε θάψει ένα μέρος της περιουσίας του κοντά στο Χωριό και για κάποιο λόγο πίστεψε ότι διακόσια χρόνια τώρα, ο θαμένος θησαυρός δεν περίμενε τίποτα άλλο παρά να δει τη φάτσα του Αντρέα.
Αν τον έβρισκε, θα γινόταν πλούσιος. Θα έκανε τη Λένα να τον θαυμάσει και να τον ερωτευτεί. (Καλά…!) Φορτώθηκε χάρτες, σημειώσεις, βιβλία, έβγαλε τις άδειες εκσκαφής, μίσθωσε και δυο μπολντόζες και πήγε εκεί που ήθελε να σκάψει. Μόλις τα είδανε αυτά στο Χωριό, βάλανε τα γέλια με την πάρτη του. Την πρώτη μέρα, βέβαια, στις ανασκαφές, πήγαν όλοι με μια σακούλα στην τσέπη, μήπως τύχει και δουν τις χρυσές λίρες να ξεφυτρώνουν απ’ το χώμα.
Τρεις μέρες έσκαβαν τα μηχανήματα. Όλο το χωριό σκυμμένο πάνω από την τρύπα, να κοιτάει μήπως δει κανένα σεντούκι. Τίποτα. Άρχισε η απογοήτευση να σκαρφαλώνει στον Αντρέα, μέχρι που την τέταρτη μέρα κάρφωσε στα μαλλιά του τη σημαία της. Ούτε καν άνθρακες δεν αποδείχτηκε ο θησαυρός. Χώμα, ξανά χώμα, και λίγο πιο βαθιά, πάλι χώμα.
Κατάλαβε ο Αντρέας ότι ούτε θησαυρό θα έβρισκε ποτέ ούτε και τον έρωτα της Λένας. Αυτή, από την δεύτερη κιόλας μέρα, δεν είχε ξαναφανεί στις ανασκαφές. Φύγανε με ειρωνικούς ψιθύρους οι Χωριανοί, αποχώρησαν οι μπουλντόζες κι έμεινε ο Αντρέας μόνος, να κοιτάει την τρύπα 6 μέτρων που είχε καταπιεί τα όνειρά του. Ίσα που κρατήθηκε να μην πηδήξει κι αυτός μέσα, ν’ αρχίσει να σκάβει με τα χέρια.
Κρίμα που δεν το έκανε. Γιατί η ειρωνεία που κρύβει η κάθε ιστορία ήθελε το πρώτο σεντούκι του θησαυρού θαμένο μόλις μισό μέτρο πιο κάτω. Ποιος ξέρει για πόσα χρόνια ακόμα θα έμενε εκεί…
Η ιστορία έχει δημοσιευθεί στη συλλογή διηγημάτων Ένα Ταξίδι… Αλλιώς από τις Εκδόσεις Σαΐτα.