Διήγημα: “O Θάνατος της Παρθένου”

Την γνώρισα πριν δέκα χρόνια, όταν ήμουν ακόμα στο Δημοτικό. Ήταν η μεγάλη μου ξαδέρφη και είχαμε το ίδιο όνομα: Μαρία.

Δεν είχε τύχει να την γνωρίσω πιο πριν –ή μάλλον, δεν την θυμόμουν γιατί ήμουν μικρή. Η Μαρία σπούδαζε στο Βερολίνο και απέφευγε να επιστρέφει στην Ελλάδα. Και όποτε έπαιρνε την απόφαση, κάτι σκόρπια Χριστούγεννα και ένα δύο καλοκαίρια, επέλεγε να περνάει τις μέρες της στο χωριό της γιαγιάς μας, εκεί που καμία άλλη οικογένεια δεν πήγαινε.

Πολύ αργότερα, κατάλαβα ότι αυτός ήταν και ο λόγος που το προτιμούσε.

Λίγες οι λέξεις που είχαμε ανταλλάξει με τη Μαρία, τη μυστηριώδη ξαδέρφη που δεν μιλούσε πολύ, αλλά χαμογελούσε όσο χρειαζόταν για να μένει εκτός συζητήσεων με τους «μεγάλους». Όσα δεν είχα ακούσει από την ίδια, τα είχα ακούσει από τους γονείς μας. Εκτιούσα ακόμα την ποινή που καταδικάζει όλα τα ανήλικα παιδιά να παρευρίσκονται σε γιορτές και δείπνα.

Αυτά τα οικογενειακά τραπέζια είναι η κλειδαρότρυπα των ανήλικων στον κόσμο που θα γνωρίσουν μετά από λίγα χρόνια. Το μενού είναι πάντα προσεκτικά διαλεγμένο και πάντα στις σωστές ποσότητες. Ανούσιες και βλακώδεις ιστορίες για ορεκτικό, πικάντικη υποκρισία για κυρίως, μικροαστικές αντιλήψεις για τη μέση, για να τσιμπάνε όλοι, και μια πιατέλα με γλυκά για το τέλος, μικρές μπουκιές αυτοεπιβεβαίωσης γαρνιρισμένες με κατορθώματα των παιδιών τους.

Εκεί ήταν και η δική μου θέση. Η Μαρία που τα πάει περίφημα στο μπαλέτο, η Μαρία που πήρε 10’ σε όλα τα μαθήματα, η Μαρία που είναι το πιο ήσυχο παιδί της τάξης, η Μαρία που θυμίζει την συνονόματη ξαδέρφη της, αλλά θέλει προσοχή για να μην ακολουθήσει τα βήματά της.

Δεν ήξερα τι εννοούσαν. Το μόνο που διαισθανόμουν ήταν η μόλυνση της ατμόσφαιρας με πικρία και απογοήτευση. Ατμόσφαιρα που καθάριζε πάντα με ένα αόρατο λιβανιστήρι ο πάτερ-Γεράσιμος. Εκείνη η μαυροφορεμένη φιγούρα, με τη μακριά γενειάδα και τον αποτυχημένο κότσο, ήταν ο άνθρωπος που προσπαθούσε συνεχώς να καθησυχάσει τους γονείς της Μαρίας, τον θείο Ανδρέα, Δικηγόρο Ποινικού Δικαίου, και την θεία Ζηνοβία, Οικιακά-Ανατροφή Μοναχοκόρης. Ήταν ο άνθρωπος που τους είχε παντρέψει και, ακολουθώντας το έθιμο, είχε βαφτίσει την ξαδέρφη μου. Και παπάς, και κουμπάρος, και νονός. Η συνταγή της επιτυχίας.

Όταν πια μεγάλωσα και κατάφερα να σπάσω τον κώδικα των οικογενειακών δείπνων, έγινα κοινωνός του μυστικού που είχε αποκωδικοποιήσει πολύ νωρίτερα η ξαδέρφη μου.

Μπορεί εγώ να μεγάλωνα με πατέρα Εισαγγελέα του Ναυτοδικείου Πειραιά και μητέρα Ληξίαρχο, δύο τρύπια παλιομοδίτικα ρούχα που μύριζαν ναφθαλίνη και θα με καθήλωναν για χρόνια σε καταδικασμένες σχέσεις ψάχνοντας τη χαμένη θαλπωρή, αλλά η ξαδέρφη μου η Μαρία είχε μεγαλώσει με το τρίπτυχο Ανδρέα, Ζηνοβίας και πατέρα-Γεράσιμου, που ήταν ικανό να σε σημαδέψει χειρότερα από το sold out σχήμα του «Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα».

Όλα αυτά όμως θα τα έβλεπα χρόνια αργότερα, όταν θα άφηνα την πατρική φωλιά. Τότε ακόμα, την εποχή των Δείπνων, η ξαδέρφη μου η Μαρία ήταν ένα κορίτσι που είχε μεγαλώσει φυσιολογικά (πόση διαστροφή χωράει άραγε σε αυτή τη λέξη;) αλλά, απ’ όταν έφυγε για το Βερολίνο, άρχισε τα αλλοπρόσαλλα, δηλαδή τις προοδευτικές ιδέες –η λέξη προοδευτικός κατάφερε να αποποινικοποιηθεί στο μυαλό μου μετά τα 18.

Το κακό ξεκίνησε όταν η Μαρία πήγε να εκδώσει τη νέα ταυτότητα, που είχε λατινικούς χαρακτήρες αλλά δεν είχε το θρήσκευμα, και εδραιώθηκε με τις «προκλητικές» απόψεις της: για την έκτρωση (παύλα «δολοφονία»), για τους ομοφυλόφιλους (παύλα «κύναιδοι») και για την καύση των νεκρών (παύλα «ύβρις προς στα χρηστά ήθη»). Τις άλλες κατηγορίες δεν τις θυμάμαι, γιατί έκανα μεγάλο αγώνα να τις διαγράψω από τη μνήμη μου.

Ο πάτερ-Γεράσιμος ήταν πεπεισμένος ότι όλα αυτά ήταν «νεανικές ιδιοτροπίες». Άλλωστε, ο Χριστιανισμός άντεξε τόσα χρόνια διωγμών, δεν κινδύνευε από τις απόψεις της Μαρίας και από τη «μόδα της κοσμικότητας». Όπως οι έφηβοι επαναστατούν εναντίον των γονιών, έτσι οι φοιτητές επαναστατούν εναντίον της κοινωνίας, θεμέλιος λίθος της οποίας είναι η θρησκεία. Αργά ή γρήγορα, όλοι επικαλούνται το Θεό και μαθαίνουν να τον ακολουθούν. Αυτή ήταν η κοσμοθεωρία του πατέρα-Γεράσιμου που την αράδιαζε πάνω στο τραπέζι με ιεροτελεστική τακτικότητα πάντα κάπου εκεί, μετά το επιδόρπιο.

Θα ένιωθα τύψεις μεγαλώνοντας. Εκείνες τις αντιλήψεις, που λίγο-πολύ ήθελαν την ξαδέρφη μου να είναι ένα αχάριστο και αφελές παιδί, τις είχα οικειοποιηθεί κι εγώ λόγω ηλικίας και τις περιέφερα ξέγνοιαστη σαν μια στολή που μου είχαν επιβάλει να φορώ. Κατάλαβα ότι δε μου άρεσε μόνο όταν μεγάλωσα και κοιτάχτηκα στον καθρέφτη. Πίσω μου στεκόταν η Μαρία, διακριτική, γυμνή από στολές, αέρινη στα ρούχα που είχε διαλέξει μόνη της.

Η πρώτη φορά που θυμάμαι να ανταλλάξαμε λέξεις με κάποια σημασία ήταν όταν αποφάσισε να λήξει το εμπάργκο στους γονείς της και ήρθε στην Ελλάδα μετά από 2 χρόνια απουσίας. Πάσχα. Θα ‘ταν κοντά στα τριάντα και εγώ τελειόφοιτη Λυκείου, λίγο πριν τις Πανελλήνιες.

«Τι θες να σπουδάσεις;» με ρώτησε.

«Ιστορία της Τέχνης», απάντησα και κοίταξα συνωμοτικά γύρω μου. «Αλλά οι γονείς μου επιμένουν να σπουδάσω Νομική.»

Μπήκε αμέσως στο κόλπο και με πλησίασε. «Οι γονείς σου θα είναι ικανοποιημένοι μόνο αν κάνεις συνέχεια αυτό που θέλουν εκείνοι. Γι’ αυτό να κάνεις αυτό που θες εσύ, αλλά να είσαι προετοιμασμένη για όλα.»

Είχε καεί η γούνα της, αλλά την είχε επιδιορθώσει με δικά της λεφτά. Είχε αφήσει την πατρική εστία, είχε χτίσει δική της και δεν είχε πλέον ανάγκη κανέναν. Επέστρεφε στην Ελλάδα με τους δικούς της όρους, που απαγόρευαν στους γονείς της τα διδάγματα περί θρησκείας και ηθικής. Στον νονό της, τον πατέρα-Γεράσιμο, δεν μπορούσε να επιβάλει όρους. Μπορούσε όμως να συνδέσει με ένα σωληνάκι τα δύο της αυτιά, ώστε «τα σοφά λόγια των Πατέρων της Εκκλησίας που άντεξαν στην πίεση του χρόνου και στο κυνήγι των αιρετικών» να μπαίνουν από τη μία πλευρά και να βγαίνουν από την άλλη. Και αυτό έκανε, με μεγάλη μάλιστα επιτυχία.

Προς απογοήτευση της θείας Ζηνοβίας και προς την καταπιεσμένη οργή του θείου Ανδρέα, η Μαρία δεν ήρθε στην εκκλησία ούτε για την Ανάσταση. Έμεινε στο σπίτι, έστρωσε το τραπέζι, ζέστανε τα φαγητά και μας περίμενε.

Στο ύψωμα των ποτηριών και στα «Χριστός Ανέστη-Αληθώς ο Κύριος», η Μαρία αντέταξε ένα απλό «Να ‘μαστε καλά».

Λίγο πριν φύγει, με πήρε παράμερα και, πιστή στον άρρητο όρκο σιωπής που είχαμε δώσει, με προσκάλεσε στο Βερολίνο. «Δεν ξέρω και δεν θέλω να ξέρω τι μπορεί να έχεις ακούσει για μένα, αλλά αν πιστεύεις ότι είναι υπερβολές και ψέματα, να ξέρεις ότι, μόλις τελειώσεις το σχολείο, μπορείς να έρθεις όποτε θέλεις.»

Δεν πήγα ποτέ. Όχι γιατί δεν ήθελα, αλλά γιατί όσο ήμουν στο πρώτο έτος, όλο το ανέβαλλα. Στο πρώτο μου καλοκαίρι ως φοιτήτρια, την ημέρα που επέστρεψα στο πατρικό μου, έμαθα ότι η ξαδέρφη μου μετακόμιζε στην Ελλάδα. Παρά τους πανηγυρισμούς που περίμενα να δω, στα σπίτια επικρατούσε ένα πρώιμο πένθος. Η Μαρία ερχόταν στην Ελλάδα για να πεθάνει. Μια τερματική ασθένεια, λέει, που θα την αποδυνάμωνε συνεχώς μέχρι το τέλος.

Δεν ήξερα πώς να συμπεριφερθώ όταν την είδα να βγαίνει από τις Αφίξεις με τρεις βαλίτσες πάνω σε ένα καρότσι. Χαμογελούσε σαν να μη συμβαίνει τίποτα και αυτό με γέμισε περισσότερη αμηχανία. Τόση αμηχανία, που άρχισε να γίνεται θυμός. Ήθελα να την πιάσω από τους ώμους και να την ταρακουνήσω: Τι χαμογελάς, μωρή; Πεθαίνεις, δεν  το καταλαβαίνεις; Πού το βλέπεις το αστείο;

Στα σπίτια μας άρχισαν οι προσευχές, τα τάματα σε ό,τι αγίους είχε και δεν είχε το ημερολόγιο και τα ευχέλαια. Σε εβδομαδιαία βάση. Η Μαρία όμως απτόητη, δεν την συγκινούσε τίποτα από όλα αυτά. Το μόνο που ζητούσε ήταν η ησυχία της και τα παυσίπονα που της είχε γράψει ο γιατρός. Η πίεση όμως ήταν μεγάλη, τόσο μεγάλη που μια μέρα έπιασε το νονό της από το ράσο και του έβαλε τις φωνές:

«Θα ψοφήσω, μπορείς να το πάρεις χαμπάρι; Δεν μπορείς να με σώσεις ούτε εσύ, ούτε ο θεός σου ούτε ο διάβολος. Γι’ αυτό άσε με να πεθάνω στην ηρεμία μου και μάζεψε τα εικονοστάσια που έφερες στο σπίτι μου, μην τα δεις να πετάνε δεξιά και αριστερά.»

Ακολούθησαν σχόλια, στα κρυφά πάντα, ότι είχε δαιμονιστεί. Η θεία Ζηνοβία, όλως περιέργως, ήταν η μόνη που αντέδρασε. Έγινε η φωνή της κόρης της στο οικογενειακό συμβούλιο και ζήτησε να την αφήσουν να πεθάνει με τους δικούς της όρους. Ο θείος Ανδρέας, με μια απλή κίνηση του χεριού, αποδοκίμασε τις απόψεις της γυναίκας του. Και της κόρης του. Ήταν ξεκάθαρο ότι τον πλημμύριζε η σοφία του Αγίου Πνεύματος.

Ο νονός της Μαρίας δεν ήξερε πού να κρυφτεί από ντροπή. Η βαφτιστήρα του γκρέμιζε με τη στάση της όλη του την κοσμοθεωρία. Έπρεπε να βρει καινούρια, να δέσει κάπως τα γεγονότα που δεν έστεκαν. «Είδες τι παθαίνει όποιος μένει μακριά από το Θεό;» μου είπε αινιγματικά μια μέρα αφήνοντας το δωμάτιο.

Στο τραπέζι του σαλονιού βρίσκονταν μερικά χαρτάκια. Δεν ήξερα τι ήταν, αλλά με τον τρόπο που τα είχε ακουμπήσει υπέθεσα ότι ήταν εισιτήρια πρώτης θέσης για τον Παράδεισο:

Άγιος ο Θεός, Άγιος Ισχυρός, Άγιος Αθάνατος ελέησον ημάς. (τρείς φορές)

Παναγία τριάς, ελέησον ημάς. Κύριε ιλάσθητι ταίς αμαρτίαις ημών. Δέσποτα, συγχώρισον τάς ανομίας ημίν. Άγιε, επισκεψε καί ίασαι τάς ασθενείας ημών, ένεκεν τού ονόματός σου.

Ρώτησα τον πατέρα μου και έμαθα ότι ήταν προσευχή για να γίνει καλά η ξαδέρφη μου. Δεν έπρεπε όμως να το μάθει «γιατί δε θα πιάσει». Στρατιωτικός εισαγγελέας τώρα αυτός. Πήρα ένα από τα χαρτάκια, το έκρυψα στην τσέπη μου και πήγα στο δωμάτιό της. Την βρήκα ξαπλωμένη, αλλά ξύπνια.

Μόλις το είδε, πήγε να γελάσει, αλλά ένιωσε κάτι σουβλιές και έμεινε στο χαμόγελο.Κρατούσε ένα στιλό στο χέρι και είχε ακουμπήσει ένα τετράδιο στα λυγισμένα της γόνατα. Την ρώτησα τι έγραφε και μου έδωσε να διαβάσω.

Ήταν οδηγίες προς τους γονείς της για αυτά που ήθελε να γίνουν μετά το θάνατό της. Κάπου με κατέβαλε αυτή η κυνικότητά της. Η ίδια την ονόμαζε ψυχραιμία και έλεγε ότι ήταν το μόνο που μπορούσε να την γαληνέψει. Ήμουν σίγουρη πια κι εγώ ότι ήταν δαιμονισμένη και ήθελα να την ρωτήσω τι δαίμονας ήταν αυτός, μπας και μπορούσε να περιλάβει και εμένα.

Δεν ήθελε κηδεία, έγραφε. Ούτε καν πολιτική. Ήθελε να καεί, αλλά στην Ελλάδα δεν υπήρχε ακόμα αποτεφρωτήριο. Έπρεπε να μεταφερθεί στη Βουλγαρία και γι’ αυτό το σκοπό είχε ήδη μεταφέρει χρήματα στο λογαριασμό των γονιών της. Δεν ήθελε να της πληρώσουν τίποτα. Τα είχε όλα κανονισμένα.

Πέθανε οχτώ μήνες αργότερα.

Ενώ εκείνες οι οδηγίες είχαν παραδοθεί με όλες τις επίσημες διαδικασίες, σε κλειστό φάκελο και παρουσία των δύο οικογενειών και του νονού της, με μεγάλη μου λύπη είδα να ξεκινάει μια προσπάθεια για να δικαιολογηθεί στη συνείδησή τους η παραβίαση των εντολών της.

Ένας ιερέας, ένας δικηγόρος, ένας στρατιωτικός εισαγγελέας και μια ληξίαρχος έκριναν ως εύλογο και αρτίως τεκμηριωμένο το να μην ακολουθήσουν την επιθυμία της Μαρίας. Αντ’ αυτού, θα της έκαναν μια μεγαλοπρεπή κηδεία, γιατί μπορεί να είχε παραμείνει πεισμωμένη μέχρι το τέλος, αλλά η τελική ευθύνη για τη σωτηρία της βάραινε τους ίδιους. Μόνο η θεία Ζηνοβία, η γυναίκα που έμενε καθημερινά κλεισμένη στο σπίτι σαν καλή σύζυγος και μητέρα, άρθρωσε διαφορετικό λόγο.

Όπως τον άρθρωσε, έτσι τον κατάπιε.

Δεν πήγα στην κηδεία της ξαδέρφης μου. Θεώρησα όλο το θρησκευτικό πανηγύρι ως μια προσβολή στη μνήμη της και το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να απέχω. Είχα μάθει να πιστεύω ότι η Μαρία μας κοιτούσε όλους από ψηλά και την φαντάστηκα πικραμένη. Οι οδηγίες που είχε αφήσει όμως δεν είχαν να κάνουν με μια μεταθανάτια ευχαρίστηση. Δεν ήταν κουτάκια που έπρεπε να τικάρουν για να τους χαμογελάσει από ψηλά. Ήταν απλά η τελευταία ευκαιρία στην οικογένειά της να αναγνωρίσει τον τρόπο που επέλεξε να ζήσει και να πεθάνει. Και την έχασαν.

Θυμήθηκα τη Μαρία κοιτάζοντας σε ένα βιβλίο τον πίνακα «Ο Θάνατος της Παρθένου» του Καραβάτζο. Παραγγελία ενός παπικού δικηγόρου για το ξωκλήσι της οικογένειάς του, ο πίνακας σηματοδότησε την έναρξη μιας επανάστασης στην εικονογραφία και στον τρόπο που απεικονίζονταν μέχρι τότε τα άγια πρόσωπα του Χριστιανισμού. Καταδικάστηκε ως προκλητικός και άλλαξε πολλά χέρια μέχρι να καταλήξει στο γαλλικό κράτος, μετά την Επανάσταση, και να βρει τελικά μόνιμη κατοικία στο Μουσείο του Λούβρου.

Ακολουθώντας τα βήματα της ξαδέρφης μου, με αφορμή την απόφαση για την κηδεία της, κήρυξα κι εγώ εμπάργκο στην οικογένειά μου.  Έχω να τους μιλήσω ένα χρόνο, αλλά γελάω ακόμα σαρκαστικά στην ιδέα του τι θα έλεγαν αν με έβλεπαν από μια γωνιά: μετά από ένα ιδρωμένο δίωρο, με καπνό και αλκοόλ να ρέουν άφθονα στο αίμα μου, να διαβάζω Ιστορία της Τέχνης σε μια γυμνή αγκαλιά.

ΤΕΛΟΣ