Θα σας πω μια ιστορία, που άκουσα πολύ μικρός, για έναν πολιτικάντη της κακιάς συφοράς! Από αυτούς της χαιρετούρας, που ανασηκώνουν το καπέλο όταν βλέπουν τις κυρίες, και σκύβουν ελαφρώς για να χαιρετήσουν τους κυρίους.
Ήτουνα ήδη νομάρχης στο νησί, αλλά δεν είχε προλάβει να ξεχρεώσει από την πρώτη τετραετία. Πήγαινε, το λοιπό, και για δεύτερη, να του μείνει και κάτι στην άκρη. Ω, αγώνα που έκαμε για να δείξει το έργο του… Τον κακό χαμό, σας λέω! Τι ομιλίες εδώ, τι ομιλίες εκεί, τι χαιρετούρες κάλπικες, τι ευγένεια με κάτι κυρίους που τσου ‘φτυνε πισώπλατα, τι σταυρούς εσταύρωνε κάθε Κυριακή στην εκκλησία! Και δώσ’ του συναντήσεις με τσου κοινοτάρχες, και δώσ’ του συμβούλια με κάθε λογής προέδρους, και δώσ’ του να μπαινοβγαίνει ο κόσμος στο γραφείο του, γυναίκες, παιδιά, φαντάροι, αγρότες, εργάτες… Αυτός δεν ήτουνα νομάρχης σας λέω, ο Άγιος Βασίλης ήτουνα!
Αν επάταε κάνας ξένος το πόδι του εκιέ’ τσι μέρες στο Τζάντε, και λάχαινε να τον ακούσει, ήθε’ να νομίζει ότι ήτουνα νομάρχης απ’ άλλο νησί, γιατί τα έργα πού ‘λεγε ότι έκαμε δεν εμπόρειε κανένας να τά βρει στο δικό μας. Άμα εβάζανε πέντε τούβουλα σε κάνα μουράγιο που ‘χε γείρει, άμα εκαθαρίζανε κάνα τράφο απ’ τα χόρτα που ‘χανε γίνει μήτε λιόκλαδα, άμα έκαιε κάνας χριστιανός τ’ αλώνια του, έτρεχε ο νομάρχης με μια κορδέλα στο ‘να χέρι κι ένα ψαλίδι στ’ άλλο, για να κάμει εγκαίνια. Ήτουνα τέτοια η συφορά του, που η νόνα μου τον είχε πάρει από φόβο, μήπως κανένα μεσημέρι, εκεί που ξεφούρνιζε, της πεταχτεί ο νομάρχης με ψαλίδι και κορδέλα, για να εγκαινιάσει το καρβέλι.
Ε, δεν ‘ηθελε και πολύ. Μια ζωή ίδιος ο Έλληνας – συφορέλια του κι αυτουνού…! Ούτε την υπογραφή ούτε το πουλί ούτε την ψήφο του προσέχει πού τα βάζει. Το λοιπό, τόνε ξαναβγάλανε νομάρχη. Ω, χαρές που έκαμε το γύφτικο σκεπάρνι!
Το λοιπόνε, μετά το γλέντι το τρικούβερτο, πήρε ο νομάρχης τη συνοδεία του, και καβάλα στα άλογα το ‘κόψανε για τα βουνά (γιατί μπορεί ένας νομάρχης να εδρεύει στη Χώρα, αλλά ο συγκεκριμένος ήτουνα χωριαταραίος, με τα ούλα του, που λένε! Εκεί, το λοιπό, στο γυρισμό, όπως είχε κοπανήσει και σταφιδίσιο κρασί μπόλικο ο νομάρχης, νά ‘σου δίνει μία, και απ’ τη ζαλάδα πέφτει απ’ τ’ άλογο.
Αμνησία! Τού ‘λαχε του συφοριασμένου να πάθει αμνησία, αν το πιστεύει άνθρωπος! Εκεί που την άλλη μέρα ήθε’ να δει το Δεσπότη να πάρει την ευχή του, είδε το γιατρό και πήρε εξιτήριο. Γέμισε χριστιανούς ο Άγιος, να προσεύχονται να γίνει καλά ο νομάρχης, μην ξεχάσει τα ρουσφέτια! Και πιάσανε τόπο οι ευχές, και ηύρε ξανά το μνημονικό του, έλα όμως που ήτουνα νυφίτσα κακομούτσουνη και δεν το ‘πε σε κανέναν! Κι έτσι εγίνηκε και πέρασε τετραετία χαρισάμενη. Ποίος ετόλμαγε να του ζητήσει τα ρέστα για τα όσα είχε ταμένα;
Κι αν δεν το πιάσατε το νόημα με τόσα που επιάστηκα να γράφω, σας λέω ξεκάθαρα την παρόλα που ‘θε να λέτε σ’ ούλους τσου πολιτικάντηδες αυτού του είδους: κακό σκυλί, ψήφο δεν έχει!