Το τραπέζι, που έστρωνε κάθε χρόνο για δύο οικογένειες, είχε φέτος εφτά θέσεις αδειανές. Ο γιος και η κόρη της καθηλωμένοι με τις οικογένειές τους στο Μόναχο και στο Παρίσι. Αδιόρατος στο μάτι ο ιός, αλλά πανίσχυρος. Είχε να νιώσει ότι κάτι τόσο μικρό κυβερνούσε την ζωή της απ’ όταν είχε μείνει έγκυος στα δίδυμα.
Αλλά με αυτά δεν υπήρχε γιατρειά ούτε τώρα που είχαν μεγαλώσει. Κυβερνούσαν ακόμα την ζωή της, ειδικά την μοναξιά της. Την άναβαν και την έσβηναν με ένα διακόπτη, όποτε έρχονται και έφευγαν ξανά. «Και του χρόνου», είπαν πέρυσι τα Χριστούγεννα τσουγκρίζοντας, και αυτή το έδεσε μέσα της με κόμπο ναυτικό. Ούτε η ίδια δεν μπορούσε να τον λύσει τώρα που ήξερε ότι δεν θα έρθουν.
Ούτε το καλοκαίρι είχαν έρθει. Ταλαιπωρία, της είπαν, θα πάμε αλλού, της είπαν, θα έρθουμε Χριστούγεννα, της είπαν, θα είναι καλύτερα με την πανδημία, της είπαν, όπως νομίζετε, τους είπε. Τι άλλο να τους έλεγε; Ότι ένιωθε κάθε μέρα τον Χάρο και την Μοναξιά σαν πελώριες σκιές που σκοτείνιαζαν το σπίτι και τα έλεγαν μεταξύ τους χωρίς να της δίνουν σημασία; Συζητούσαν τα δικά τους, και μόνο όποτε θυμούνταν για ποιο λόγο ήταν εκεί, μιλούσαν για εκείνη.
Δεν τους άντεχε, τα Χριστούγεννα τους είχε ακούσει να χασκογελάνε επειδή ήταν μόνη της. Σηκώθηκε την Παραμονή Πρωτοχρονιάς αποφασισμένη να μαγειρέψει. Στην μεγάλη κατσαρόλα. Έβγαλε μοσχάρι απ’ την κατάψυξη. Έκοψε πατάτες. Έβγαλε κρεμμύδια απ’ τον κήπο. Έβγαλε και το μεγάλο ταψί. Άνοιξε φύλλο για χορτόπιτα. Ζύμωσε δύο καρβέλια, ζύμωσε και βασιλόπιτα, με δύο φλουριά μέσα. Όλη μέρα στην κουζίνα, την πόνεσαν οι φλεβίτες, αλλά της έδιναν δύναμη οι φωνές και τα γέλια που έπαιζαν σαν κασέτα οι αναμνήσεις της.
Έστρωσε το τραπέζι με οχτώ μαχαιροπήρουνα, οχτώ πιάτα, οχτώ ποτήρια, πέντε του κρασιού. Θα έπινε κι αυτή σήμερα. Το ζητούσε η μέρα.
Την ώρα που σήκωσε το καπάκι της κατσαρόλας να μυρίσει το βραστό, άκουσε πόρτες αυτοκινήτου. Άκουσε γέλια. Άκουσε ένα παιδικό «μαμά». Αυτό ήταν, της έκαναν έκπληξη όπως στα γενέθλιά της πριν δύο χρόνια. Όρμησε έξω και κοίταξε το αυτοκίνητο που δεν ήταν εκεί. Κοίταξε τον γιο της με την γυναίκα του και το εγγόνι της, που δεν ξεφόρτωναν πράγματα από κανένα πορτ-μπαγκάζ.
Η Μοναξιά σκούντηκε τον Χάρο, Ας την αφήσουμε μέρα που είναι, δεν μου πάει η καρδιά. Ο Χάρος έγνεψε και σηκώθηκε. Την ώρα που έβγαιναν οι σκιές, έμπαινε αυτή πάλι μέσα. Απογοητευμένη, αλλά κάτι είχε αλλάξει μες στο σπίτι. Σαν να είχε φωτίσει. Χαμογέλασε.
Μάζεψε μία μία τις κορνίζες από το σύνθετο και το κομό. Της παρέταξε πάνω στο τραπέζι. Μία σε κάθε θέση, να κοιτάνε όλες το κεφαλάρι. Πήρε την θέση της, σήκωσε το ποτήρι της.
«Και του χρόνου».