Δε θα σου πω ψέματα, εδώ υπάρχει conflict of interest. Την Έλενα Ακρίτα την γνωρίζω προσωπικά και είμαστε και οι δύο συγγραφείς της Διόπτρας. Η φράση της για το Μυστικό του Λεβάντε κοσμεί το εξώφυλλό του βιβλίου, το οποίο η ίδια στήριξε πάρα πολύ. Θα μπορούσα λοιπόν να γράψω ένα τρομερό εγκώμιο για το δικό της βιβλίο, να το διαφημίσω όσο μπορώ και να κάνω ευτυχείς και την Έλενα και τους ανθρώπους της Διόπτρας. Και ακριβώς αυτό θα κάνω, αλλά για τους λόγους που θα εξηγήσω πιο κάτω.
Το συγγραφικό συνάφι δεν διαφέρει σε τίποτα από τα υπόλοιπα, γι’ αυτό και προσπαθώ να απέχω. Δεν μου αρέσει να στρογγυλοποιώ τα πράγματα ούτε να ωραιοποιώ καταστάσεις, πόσο μάλλον όταν παρακινώ ανθρώπους να αγοράσουν ένα βιβλίο που κάνει 10, 15 ή 20 ευρώ. Το καλό είναι ότι δεν χρειάζεται να προσπαθήσω πολύ, γιατί είμαι μόνιμα στο εξωτερικό, οπότε οι προσωπικές μου σχέσεις με Έλληνες συγγραφείς είναι ελάχιστες. Μία από αυτές όμως είναι με την Έλενα Ακρίτα και τυχαίνει να έχουμε τις ίδιες αλλεργίες: στις λυκοφιλίες, στα πισώπλατα μαχαιρώματα και στις κοινωνικές απαιτήσεις που πρέπει να εκπληρώσεις για να βγάλεις μια υποχρέωση. Ό,τι δηλαδή συμβαίνει και στην ανώτερη αστική τάξη των Ασλάνογλου.
Ξεκίνησα από το δεύτερο επίπεδο του βιβλίου, αυτό της αποδόμησης της ελληνικής κοινωνίας (τόσο της μικροαστικής όσο και της ανώτερης), γιατί δεν ξέρω να γράφω κριτικές, οπότε bear with me, που λένε και στο χωριό μου (ναι, εκεί που είχαμε και Halloween και Thanksgiving, θες τίποτα;). Το έντονο κοινωνικό σχόλιο της Έλενας ξεφεύγει από τα συνηθισμένα που συναντάς στα αστυνομικά. Δεν εξυπηρετεί μόνο την ιστορία ούτε το κρύβει απλά πίσω από τις περιγραφές της. Το χαράσσει με νυστέρι πάνω στο πτώμα του δολοφονημένου Ασλάνογλου.
Με διάσπαρτα flashbacks μαθαίνουμε την ιστορία και την ταπεινή καταγωγή της οικογένειάς του, που ξεκίνησε όταν ένας Μυλωνάς (όνομα και επάγγελμα) έσφαξε τον Οθωμανό πιστωτή του και μετακόμισε στην Αίγινα, αλλάζοντας το επίθετό του. Στη συνέχεια, ένας δικός του απόγονος κέρδισε στα ζάρια ένα στοιχειωμένο χάνι το οποίο άρχισε να αβγατίζει όσο περνούσαν οι γενιές. Τελευταίος αυτοκράτορας της ξενοδοχειακής δυναστείας Ασλάνογλου είναι ο Γιάννος, που έχει πολλαπλασιάσει την περιουσία που κληρονόμησε και έχει γίνει ένας από τους πιο ισχυρούς άνδρες της χώρας. Τι να το κάνεις όμως, αφού βρίσκεται νεκρός. Τα αίτια είναι και καλά καρδιολογικά, αλλά, μην τρελαθούμε, μιλάμε για προσχεδιασμένη δολοφονία. Στις 17 Δεκεμβρίου, την ίδια μέρα που είχε πνιγεί πριν δέκα χρόνια και η κόρη του, Μελίνα. Κι έτσι ξετυλίγεται το γαϊτανάκι με τους χαρακτήρες και τα μυστικά τους.
Η χειριστική δεύτερη σύζυγος Λίλιαν (ένα νεόπλουτο κνώδαλο σαν αυτά που μας πλασαρίστηκαν ως πρότυπα τα τελευταία χρόνια), ο ήσυχος γιος της ο Δημητράκης, ο μεγαλύτερος και εξαφανισμένος ετεροθαλής αδερφός του, Νικ, η αδερφή του πατέρα τους, η αλαφροΐσκιωτη Διονυσία, ο εκνευριστικός και κατα πολύ νεότερος σύζυγός της, Πέτρος, ο μυστηριώδης δικηγόρος Παπάζογλου, ο Hugh-Jackman-lookalike σωματοφύλακας, Ανδρέας, και το δίδυμο των ντετέκτιβ: Η κόρη του Ασλάνογλου, Σόνια, και η κολλητή της φίλη, Ελσινόρη (μην ρωτήσετε κι εσείς από πού βγαίνει, απαντάται στο βιβλίο). Μαζί θα φτάσουν στην άκρη του μυστηρίου και θα αποκαλύψουν το δολοφόνο μετά από ένα κρεσέντο 40-50 σελίδων που εκτυλίσσεται μπροστά σου σαν ταινία του David Fincher.
Ο τρόπος που χειρίζεται η Ακρίτα τα πρόσωπα είναι αξιοζήλευτος. Με πολλαπλούς αφηγητές, σε βάζει και σε βγάζει από την ιστορία, σαν να σε βουτάει στα βαθιά και μετά να σε απλώνει στον ήλιο να στεγνώσεις. Συμπαθείς κάποιους χαρακτήρες, αντιπαθείς κάποιους άλλους, αλλά εκπλήσσεσαι από όλους και τελικά προβληματίζεσαι. Η Ακρίτα σου δίνει όλα τα στοιχεία, αλλά πρέπει να προσέχεις τις λεπτομέρειες.
Το βιβλίο είναι 432 σελίδες, αλλά προσωπικά μου φάνηκε σαν να ήταν 200. Έφυγε πολύ εύκολα και η αφοσίωση μου ήταν τέτοια που το e-reader app που χρησιμοποιώ στην ταμπλέτα (Moon Reader Pro) μου έβγαζε κάθε μία ώρα χρονόμετρο 60 δευτερολέπτων για να ξεκουράζω τα μάτια μου.
Γιατί να το διαβάσεις: γιατί είναι μια κλασική συνταγή αστυνομικού μυθιστορήματος μαγειρεμένη με ανορθόδοξο τρόπο. Η γραφή δεν είναι αυτή η ξύλινη και στιβαρή των παλιών αστυνομικών, αλλά ούτε και η χολυγουντιανή των σύγχρονων. Είναι η γραφή της Έλενας Ακρίτα, όπως την περιμένεις (αν άφηνε τον εαυτό του ελεύθερο, θα αμόλαγε και τίποτα κοελιές τύπου «το σύμπαν που συνωμοτεί», «ό,τι δεν σε σκοτώνει σε κάνει πιο…» δεν συνεχίζω γιατί είμαι και μ’ άδειο στομάχι και δεν έχω τι να ξεράσω). Ομολογώ ότι ξεκινώντας, αναρωτήθηκα αν αυτή η γραφή θα ταίριαζε στις σκοτεινές και γρήγορες σκηνές που περίμενα, αλλά η ανησυχία ήταν άτοπη. Προφανώς και η γραφή είναι προσαρμοσμένη στο χαρακτήρα της κάθε σκηνής. Εκεί που πρέπει γελάς και εκεί που πρέπει ταλαντεύεσαι στην άκρη της καρέκλας μέχρι να φτάσεις στο τέλος του κεφαλαίου.
Γιατί να μην το διαβάσεις: γιατί δεν γουστάρεις την Ακρίτα. ΟΚ, δεν μπορούμε να αρέσουμε σε όλους, οπότε κάνε skip την ευκαιρία να νιώσεις την αδρεναλίνη σου να κάνει roller-coaster στις σελίδες. Δεν έγινε και τίποτα. Εσύ χάνεις.
Αν σου κέντρισα το ενδιαφέρον και θες να το παραγγείλεις ατάκα και επιτόπου, καν’ το.