Τι το ‘θελε; Λες και δεν το ‘ξερε απ’ την αρχή ότι οι ξενέρωτοι φίλοι του θα παίρνανε σβάρνα τα μουσεία, μόλις πατούσαν το πόδι τους στη Ρώμη! Και έχει και πολλά αυτή η πόλη, πανάθεμά τη. Αυτός ήθελε να πάνε στο Μπάνσκο να γνωρίσουνε γκομενάκια αλλά αυτοί θέλανε να πάνε στη Ρώμη, να γνωρίσουν την Πιετά.
Από την πρώτη κιόλας μέρα τσακώθηκε μαζί τους. Του είπαν να πάνε στα μουσεία του Βατικανού, αχάραγο για να μην έχει μεγάλη ουρά. Όταν ο Στέλιος άκουσε την τιμή του εισιτηρίου, σκέφτηκε ότι τα 15€ αντιστοιχούσαν σε δύο ποτά στα Τραστέβερε. «Αποκλείεται». Σιγά μην έδινε τόσα λεφτά, για να δει τη Σχολή των Αθηνών και την Καπέλα Σιξτίνα -που ούτε φωτογραφία δεν σ’ αφήνουν να την βγάλεις. Ούτε πρωινό δεν έφαγε μαζί τους. Βγήκε από το ξενοδοχείο και πήρε τους δρόμους.
Φτάνοντας στην Πιάτσα Μπαρμπερίνι, σταμάτησε στη βιτρίνα της αντιπροσωπείας της Μπέντλεϊ. Το πιο φτηνό αμάξι είχε €260,000. Δεν είχε διάθεση για ψώνια, κι έτσι συνέχισε. Πέρασε την πλατεία και άρχισε να βαδίζει στην Βία ντελ Τριτόνε, χωρίς να ξέρει πού πηγαίνει. Κάποια στιγμή, ευτυχώς, είδε μια πινακίδα που έδειχνε προς την Φοντάνα Ντι Τρέβι και έτσι, το ‘κοψε αριστερά, σε ένα πλακόστρωτο. Άρχισε να ακούει μια έντονη βουή και κατάλαβε ότι ήταν τα νερά που έτρεχαν. Ενθουσιασμένος πλησίασε, κι όσο πλησίαζε, τόσο μεγάλωνε η βουή, μέχρι που τελικά βρέθηκε μπροστά σε ένα απερίγραπτο θέαμα: μια υπέροχη μελαχρινή κοπέλα με μπλε μάτια καθόταν σε ένα πεζούλι, πλάτη στο συντριβάνι.
Της έπιασε κουβέντα. Μην ρωτάτε πώς και γιατί -φανταστική είναι η ιστορία, ό,τι θέλουμε κάνουμε-, μετά από μισή ώρα φύγανε από τη Φοντάνα και άρχισαν να περπατούν χωρίς προορισμό. Ήταν Πολωνή, που είχε σπουδάσει στη Ρώμη Σχέδιο Μόδας. Κατέβηκαν τη Βία ντελ Κόρσο, στην Πιάτσα Βενέτσια είδανε το Καπιτώλιο και την Τούρτα, έκαναν δεξιά και σταμάτησαν στην Πιάτσα Ναβόνα, για να φάνε ένα ταρτούφο νέρο. Κι από εκεί πήγανε στο Τζένιο, το ξενοδοχείο όπου έμενε η Πολωνή. Ανέβηκαν επάνω και μετά τα αξιοθέατα της Ρώμης, ο Στέλιος θαύμασε και τα αξιοθέατα της Βαρσοβίας.
Η ιστορία αυτής της κοπέλας είχε ως εξής: όταν σπούδαζε στη Ρώμη, στο τελευταίο έτος, έκανε σχέση με έναν Ισπανό. Την τελευταία τους μέρα στην Ιταλία, πήγανε στην Φοντάνα ντι Τρέβι, για να ρίξουν ένα κέρμα και να δέσουν έτσι την υπόσχεσή τους να συναντηθούν εκεί μετά από έξι μήνες, σε μια συγκεκριμένη μέρα και ώρα. Η μέρα ήρθε, αλλά ο Ισπανός άφαντος. Έτσι την συνάντησε ο Στέλιος, να περιμένει την εκπλήρωση μιας υπόσχεσης που τελικά αθετήθηκε.
Δυο μέρες έκανε να δει τους φίλους του, όσο έμεινε η Άνκα στη Ρώμη. Έφαγαν αυθεντικό ιταλικό φαγητό, ήπιαν, έκαναν έρωτα, τον πήγε εκεί που πάνε μόνο οι Ρωμάνοι, αλλά τη δεύτερη και τελευταία τους νύχτα τον πήγε ξανά στη Φοντάνα. Εκεί που βρέθηκαν, εκεί που αυτή είχε χάσει τον Ισπανό. Μόνο που αυτή τη φορά δεν έριξε κέρμα.
Πέντε η ώρα τα χαράματα, ερημιά. Κάθισαν στα σκαλάκια μπροστά από το συντριβάνι. Από ολόκληρο τον πλανήτη, μόνο σ’ εκείνους τους δύο είχε δώσεισ ο Θεός το εισιτήριο να βρίσκονται εκεί εκείνη την ώρα. Στο τέλος φιλήθηκαν και χωρίστηκαν. Χωρίς να προσποιηθούν ότι είχαν ερωτευθεί, χωρίς να δώσουν υπόσχεση, χωρίς να πληγώσει ο ένας τον άλλον.
Όταν γύρισαν στην Ελλάδα, οι φίλοι του κουβάλησαν φωτογραφίες και δεκάδες σουβενίρ. Ο Στέλιος κουβάλησε μια βαριά καρδιά και χιλιάδες αναμνήσεις. Μακάρι να είχανε δώσει και μαζί ένα ραντεβού στη Φοντάνα. Αυτός θα πήγαινε.