Διήγημα: “Τράπουλα Σημαδεμένη”

Έτσι γίνεται πάντα. Φεύγεις και αλλάζουν όλα.  Μένεις και δεν αλλάζει τίποτα.  Λες και η ζωή είναι ο καλύτερος παπατζής και, ανακατεύοντας την τράπουλα, σου λέει: εδώ η καλή τύχη, εκεί η καλή τύχη, πού είναι η καλή τύχη;  Και ενώ νομίζεις ότι έχεις κάνει την σωστή επιλογή, πάντα διαλέγεις το λάθος φύλλο.

Έτσι έγινε και με το Δημοσθένη.  Πάνω που γνώρισε τη Ρία, έπρεπε να φύγει στην Αγγλία για το μεταπτυχιακό του.  Αυτή είχε ενδοιασμούς για τις σχέσεις εξ αποστάσεως.  Αυτός πάλι όχι.

Τι είναι πλέον το Αθήνα – Λονδίνο;  Τίποτα.  Μόνο 3,5 ώρες.  Περισσότερο θες για να πας με το λεωφορείο από Κηφισιά Πειραιά, άμα έχει πορεία στο κέντρο.  Και δεν σου σερβίρουν και φαγητό!  Και τα αεροπορικά;  Τίποτα κι αυτά.  Λίγο νωρίς να τα κλείσεις και στα δίνουν τσάμπα.  Άλλωστε, και τι;  Μήπως άμα έμενε Ελλάδα θα βλέπονταν πιο συχνά;  Αυτός θα δούλευε, αυτή θα δούλευε, μια ώρα στην κίνηση να πας μία να γυρίσεις, δυο φορές τη βδομάδα θα βρίσκονταν στο τέλος.  Ενώ τώρα;  Ένα σαββατοκύριακο στο Λονδίνο και θα ήταν ουσιαστικό, όλη μέρα μαζί.  Και προπαντός όλη νύχτα…

Τα άκουγε όλα αυτά η Ρία και άρχισε να το βλέπει με άλλο μάτι το πράγμα.  Κι αν ο Δημοσθένης ήταν ο άντρας της ζωής της;  Μπορεί όχι, αλλά αν ήταν;  Να μην το προσπαθούσε καν;  Ένα χρόνο θα ήταν το μεταπτυχιακό, και από αυτόν τι;  Δεκαπέντε μέρες τα Χριστούγεννα, δεκαπέντε το Πάσχα, τρεις μήνες το καλοκαίρι, πάνε οι τέσσερις μήνες.  Και στους οχτώ που έμεναν, μία θα ανέβαινε αυτή, μία θα κατέβαινε αυτός, μία θα βρίσκονταν στο Παρίσι, όπου σπούδαζε η αδερφή της.  Μέχρι να λησμονήσει ο ένας τον άλλον θα βρίσκονταν και πάλι.

Έτσι είναι ο έρωτας.  Μαθηματικά.  Ή σου βγαίνουν ή δεν σου βγαίνουν.  Κάνεις τους υπολογισμούς σου, αν δυσκολεύεσαι το παλεύεις περισσότερο και κάποια στιγμή ή το παρατάς ή το λύνεις το πρόβλημα.  Κι αν τα δεδομένα είναι δύσκολα και το αποτέλεσμα σου βγει εύκολα, ξέρεις ότι κάτι λάθος έχεις κάνει.  Και καλά στα μαθηματικά, το σβήνεις και το διορθώνεις, αλλά στον έρωτα;  Δεν έχει γόμες η ζωή ούτε μπλάνκο ούτε ctrl και z.  Κοιτάς τα φύλλα σου, κοιτάς το τραπέζι, παίρνεις μια βαθιά ανάσα και τραβάς το επόμενο φύλλο.

Το φύλλο που τράβηξε ο Δημοσθένης ήταν το εισιτήριο για το Λονδίνο.  Μπορεί η Ρία να είχε συμφωνήσει να δοκιμάσουν τη σχέση τους από απόσταση, αλλά είχε και μια κρυφή ελπίδα ότι δε θα έφευγε τελικά ο Δημοσθένης.  Είχε να κάνει λίγο και με τον εγωισμό της.  Άλλο να αλλάξει κάποιος τα σχέδιά του για πάρτη σου, και άλλο απλά να σε συμπεριλάβει.

Κι αφού είχαν σχέση, έπρεπε να πάει και στο αεροδρόμιο, να του κουνήσει το μαντήλι.  Τη μια άκρη να την κρατά αυτή, την άλλη η κλαψιάρα η μάνα του και, μόλις φύγει ο Δημοσθένης, να πιάσουν το καλαματιανό.

Τι της έμελλε να πάθει…  Δύο μήνες σχέση και να πρέπει να γνωρίσει τους γονείς του.  Και όχι μόνο έπρεπε να τους γνωρίσει, όχι μόνο έπρεπε να δώσουν το αποχαιρετιστήριο φιλί μπροστά στους, αλλά έπρεπε και να δεχτεί να την γυρίσουν στο σπίτι με το αμάξι.  Γιατί τι δικαιολογία θα έβρισκε;  Προτιμώ το μετρό γιατί χαζεύω τις διαφημίσεις και τον κόσμο;  Πέντε τετράγωνα απόσταση είχαν τα σπίτια τους.

Ευτυχώς όμως που θα ήταν και η αδερφή του μαζί, καλή κοπέλα, να κάνουν ότι κουτσομπολεύουν κανέναν, μπας και γλιτώσει την ανάκριση από τη μάνα.  Ναι, καλά.  Σιγά μην αφήσει η σερνικομάνα την υποψήφια νύφη να ξεφύγει, χωρίς να συμπληρώσει πρώτα το ερωτηματολόγιο του Προυστ.  Κι όμως, η Ρία ξέφυγε.

Η σερνικομάνα, όταν αποχαιρετάει το γιο της, αφήνει το δάκρυ να τρέχει σαν κορόμηλο σε κατηφόρα, χωρίς σταματημό.  Αν ρωτήσεις τον πατέρα, που θα καταλάβει ότι λείπει ο γιος του όταν δε θα ‘χει με ποιον να σχολιάσει την αγωνιστική της Κυριακής, θα σου πει ότι η μάνα κλαίει μέχρι να την πάρει ο γιος και να της αναγγείλει την ημερομηνία της επιστροφής του.

Και τότε, σταματάει μεν να κλαίει, αλλά όχι επειδή έφτασε το γέλιο και δεν χωράει να περάσει, αλλά επειδή ο κανακάρης της την ειδοποίησε τελευταία στιγμή, μόλις είκοσι μέρες πριν.  Πότε να προλάβει να καθαρίσει το σπίτι, πότε να ψωνίσει για να του μαγειρέψει, πότε να πάει κομμωτήριο;

Γιατί όταν έρθει ο προκομμένος, δεν πρέπει να καταλάβει ότι η μάνα του έχει μαραζώσει απ’ το φευγιό του.  Πρέπει να αποκομίσει την εντύπωση ότι ξανάνιωσε, ότι θυμήθηκε τα νιάτα της, σαν να ήταν βάρος για την εικόνα της ένας μαντράχαλος είκοσι τεσσάρων χρονών.

«Καλή κοπέλα η Ρία», έριξε την αναγνωριστική βολή η μάνα, μόλις την άφησαν έξω από το σπίτι της.  Αν συμφωνήσει ο πατέρας, καταλαβαίνει ότι πρέπει να αδειάσει το όπλο της και να το αφήσει στην άκρη, αλλά στην περίπτωση που διαφωνήσει, κουμπώνει το γεμιστήρα και πυροβολεί, μέχρι να πέσει νεκρή κάθε θετική εντύπωση για την άτυχη μέλλουσα νύφη.

Όμως η Ρία από μέλλουσα νύφη σύντομα έγινε πρώην γκόμενα.  Δεν το άντεξε το Αθήνα – Λονδίνο.  Έβλεπε το Δημοσθένη στο skype και ήθελε να τον αγκαλιάσει, να τον φιλήσει, να του πειράξει τα μαλλιά, να του πετάξει παιχνιδιάρικα στα μούτρα το αρκουδάκι που της είχε κάνει δώρο.  Τώρα πετούσε το αρκουδάκι στην οθόνη και αυτό έπεφτε κάτω, με τρόπο αστείο, αλλά και λυπηρό ταυτόχρονα.

Ο έρωτας μπορεί να είναι μαθηματικά, αλλά στην τεχνολογία δεν χωράει.  Δεν μετατρέπονται τα φιλιά σε bits και bytes, δεν φωτίζεται το χαμόγελο από pixels,  δεν σκανάρεται η αγκαλιά.  Όταν σου πει ο άλλος πόσο πολύ σ’ αγαπάει, δεν στο λέει σε gigabytes.

Δεν άντεξε λοιπόν η Ρία, και, δυο μέρες πριν επιστρέψει αυτός για Πρωτοχρονιά, του ζήτησε να μην επικοινωνήσουν ξανά.  Καλύτερα έτσι.  Καλύτερα τώρα που ήταν αρχή παρά να έχουν δεθεί περισσότερο και να είναι ακόμα πιο δύσκολο.

Χωρισμός μέσω skype.  Να θες να φωνάξεις και να πρέπει ο άλλος να χαμηλώσει την ένταση για να μην τον ξεκουφάνεις από τα ακουστικά.  Να μην ξέρεις πού να κάνεις από τη στεναχώρια και να σου σκάει παράθυρο από το Κινέζο γείτονα στην εστία: Are yu goin at the party tonigh?

Δυο μέρες υπομονή έπρεπε να κάνει ο Δημοσθένης.  Μόνο δυο μέρες.  Θα επέστρεφε στην Ελλάδα και το πρώτο πράγμα που θα έκανε θα ήταν να πάει σπίτι της.  Θα έβγαιναν για ένα ποτό, θα της έλεγε πόσο πολύ του έχει λείψει ήδη, ότι μένουν μόνο έξι μήνες, θα της πρότεινε να κάνουν ένα road trip ως τα Χάιλαντς και μετά, επιστρέφοντας, στο πάρκο κοντά στο σπίτι της, θα την άρπαζε ξαφνικά και θα την φιλούσε.  Της άρεσαν τα φιλιά του.  Του το είχε πει.  Δεν μπορεί, αν δεν την έπειθε με την πρώτη, θα την έβαζε τουλάχιστον σε σκέψεις.  Με τη δεύτερη θα τα κατάφερνε σίγουρα.

Μία μέρα πριν φύγει, άρχισε να ετοιμάζει τη βαλίτσα του.  Έβαλε τα σώβρακα, τις φανέλες, τις κάλτσες, τα πουκάμισα, τα έβαλε όλα και έμεινε ένα μικρό κενό.  Και τότε, συνειρμικά, συνειδητοποίησε ότι ήταν έτοιμος να φύγει για την Ελλάδα χωρίς δώρο για τη Ρία.  Άρπαξε τα κλειδιά του και βγήκε έξω.  Άρχισε να βηματίζει γρήγορα, ψάχνοντας για βιτρίνες που θα τον δελέαζαν να μπει μέσα.

Δεν ήθελε να της πάρει κάτι σοβαρό, αλλά ούτε και σουβενίρ.  Ήθελε κάτι αστείο και γλυκό μαζί, που να δείχνει πόσο πολύ την σκέφτεται, αλλά χωρίς να… Το βρήκε.  Μόλις το είδε, το αναγνώρισε.  Ανάμεσα σε μαγνητάκια με κόκκινα λεωφορεία, ομοιώματα του Big Ben και κονκάρδες με ονόματα σταθμών του μετρό, ένας λούτρινος σκύλος, που κουνούσε το κεφάλι του φορώντας καπέλο μπέρσκιν[1], τον κοιτούσε, σαν κουτάβι που περίμενε να το υιοθετήσουν.  Το αγόρασε.

Το έβαλε στη βαλίτσα, την έκλεισε και κοίταξε το ρολόι.  Δεκαεφτά ώρες μέχρι την αναχώρησή του.  Ξάπλωσε στο κρεβάτι, έσβησε το φως και, αφού επανέλαβε στη φαντασία του τη συζήτηση επανασύνδεσης που θα είχε με τη Ρία, ένιωσε χαρά που τα είχε τακτοποιήσει όλα.  Ένα πράγμα όμως είχε ξεχάσει και ήταν και το πιο σημαντικό.  Να κοιτάξει τον καιρό.

Αποκοιμήθηκε και δεν πήρε χαμπάρι ότι έξω είχε βγει το χιόνι και είχε αρχίσει τη σπορά στο υγρό χωράφι της νύχτας.  Όταν θα ξυπνούσε το επόμενο πρωινό, το μόνο που θα μπορούσε να δει θα ήταν μια άσπρη σοδειά, που κανείς δεν μπορούσε να μαζέψει.

Δεν αγχώθηκε όμως.  Ήξερε ότι οι Άγγλοι, τυπικοί σε όλα τους, θα είχαν προβλέψει τη χιονόπτωση και δε θα επέτρεπαν να κλείσει το Χίθροου και να ακυρωθούν τόσες πτήσεις.  Αφού μπήκε στην ιστοσελίδα του αεροδρομίου και επιβεβαίωσε ότι η πτήση του θα έφευγε κανονικά, αν και με καθυστέρηση, άφησε την εστία και άρχισε να περπατάει προς το σταθμό των τρένων, πατώντας προσεκτικά στο λευκό χαλί του πεζοδρομίου.

Φτάνοντας στο Χίθροου, από την ομίχλη και την καταχνιά, ένα σκούρο γκρι του έκρυψε τη θέα απ’ το παράθυρο.  Άρχισε το χιόνι να του προκαλεί ρίγος, να ανακατεύεται με το αίμα του και να το παγώνει στη σκέψη ότι δε θα μπορούσε να ταξιδέψει.  Και όταν τελικά είδε στον πίνακα των αναχωρήσεων το μισητό cancelled, ένιωσε το χιόνι να λιώνει και να γίνεται δάκρυ.  Δεν μπορούσε να συμβαίνει αυτό.  Ήταν άδικο.  Απλά άδικο.  Μέχρι την προηγούμενη μέρα είχε ήλιο.

Ξαφνικά αναθάρρεψε, και ένιωσε χαζός.  Και την ίδια μέρα να μην πετούσε, θα πετούσε την επόμενη.  Τρεις μέρες όμως ήταν τελικά κλειστό το Χίθροου.  Τέτοιο χιόνι δεν το είχε ξαναδεί το Λονδίνο, και ούτε και θα το ξανάβλεπε.  Αλλά κι αφότου άνοιξε το αεροδρόμιο, δεν θα έβρισκε πτήση για να φύγει, μιας και είχε εξαργυρώσει το εισιτήριό του, ελπίζοντας ότι θα μπορούσε να επιστρέψει στην Ελλάδα με ανταπόκριση από άλλη χώρα.

Την αλλαγή του χρόνου την έκανε μόνος του, με τον Κινέζο γείτονα να του εύχεται ανορθόγραφα στο skype από το Πεκίνο Hapy new year, meit.  Το κινητό του στο περβάζι του παραθύρου σιωπηλό, σαν αυτόν.  Ούτε η Ρία ούτε οι φίλοι του του έστειλαν.  Θα ήταν όλοι μαζί σε κάποιο πάρτι χορεύοντας και γελώντας, πίνοντας και ξεχνώντας αυτούς που λείπουν.

Ο Δημοσθένης κοιτούσε το κινητό του, η Ρία κοιτούσε την πόρτα του πάρτι.  Περίμενε να ανοίξει και να τον δει να μπουκάρει σα σίφουνας, εκπλήσσοντάς τους όλους που ήρθε στην Ελλάδα τελευταία στιγμή.  Ούτε το τηλέφωνο όμως χτύπησε ούτε η πόρτα άνοιξε.

Ο Δημοσθένης έπεσε για ύπνο, και η Ρία έπεσε στην αγκαλιά ενός γοητευτικού νεαρού που ήταν δάσκαλος λάτιν χορών.  Με λίγο κρασί παραπάνω αυτή, με λίγα λόγια παραπάνω αυτός, έγιναν ένα κουβάρι στο τέλος της βραδιάς, στο σπίτι του, με τη συνοδεία ισπανικής κιθάρας.

Καθώς ο Δημοσθένης βυθιζόταν στον ύπνο, βυθιζόταν και ο δάσκαλος στη λίμνη της Ρίας, η οποία έβλεπε πλέον ξαστεριά στον ουρανό της, αφού όλη η καταχνιά είχε στριμωχτεί στη μεριά του Δημοσθένη.  Βουτούσε αυτός την πικραμένη του καρδιά στη ζάχαρη των ονείρων του, βουτούσε και η Ρία τα χείλη της στο στόμα του χορευτή.

Το επόμενο πρωινό ήταν μια καινούρια χρονιά.  Ήταν μια καινούρια ζωή για τη Ρία, αλλά η ίδια ζωή για το Δημοσθένη.  Βγήκε έξω, ντυμένος καλά, και περπάτησε στο πάρκο.  Κάθε τόσο κοιτούσε πίσω για να τις πατημασιές του στο χιόνι, που είχε αρχίσει να λιώνει κάτω από τον ήλιο που σκαρφάλωνε σιγά σιγά πάνω από τα κτίρια.

Στην Αθήνα, η Ρία ξυπνούσε με πονοκέφαλο δίπλα σε έναν άγνωστο.  Κάνοντας μια σύντομη αναδρομή, θυμήθηκε πώς έφτασε εκεί, σε εκείνο το σπίτι με τα έντονα χρώματα και τα ζεβρέ χαλάκια.  Ντύθηκε γρήγορα γρήγορα, πριν ξυπνήσει ο χορευτής, και χωρίς να κοιτάξει πίσω της, έφυγε.

Περπατώντας προς το σπίτι της, σκέφτηκε το Δημοσθένη.  Ήταν από τις πρώτες τις σκέψεις κάθε πρωί.  Μήπως ήταν λάθος η απόφασή της;  Μήπως δεν έκανε αρκετή υπομονή;  Μήπως έπρεπε να του τηλεφωνήσει;  Μήπως ένα e-mail;  Μα και τι να του έλεγε;

Ούτε ο Δημοσθένης είχε πλέον κάτι να της πει.  Είχε καταλάβει ότι δεν ήταν γραφτό να είναι με τη Ρία.   Ολόκληρη χιονοθύελλα σηκώθηκε τη μέρα που ήθελε αυτός να ταξιδέψει.  Άλλωστε, για να του πει να χωρίσουν, μπορεί να υπήρχε ήδη κάποιος άλλος.  Δε θα ήταν παράλογο.  Αυτά συμβαίνουν στις σχέσεις εξ αποστάσεως.

Δεν το ήξεραν, αλλά περπατούσαν μαζί.  Ο Δημοσθένης στο χιόνι και η Ρία δίπλα σε νερατζιές.  Περπατούσαν μαζί, αλλά δεν χωρούσαν στο ίδιο πεζοδρόμιο και γι’ αυτό είχαν χωρίσει.

Ο Δημοσθένης ένιωσε στα πόδια του μια κίνηση.  Κοίταξε και με ευχάριστη έκπληξη είδε ένα φοξ τεριέ να τον κοιτάει με τα μάτια που τον κοιτούσε και ο σκύλος της Ρίας με το μπέρσκιν.

«Συγγνώμη», του είπε μια κοπέλα πλησιάζοντας.  Έσκυψε, πήρε το σκύλο στην αγκαλιά της, και με ένα χαμόγελο, έκανε να φύγει.

«Πώς τον λένε;» την σταμάτησε αυτός.

Ζήτησε να μάθει το όνομα του σκύλου, αλλά τελικά έμαθε και το δικό της, και από πού είναι, και ποιο χρώμα της αρέσει, ότι φοβάται το σκοτάδι, ότι ο αδερφός της είχε ένα φανταστικό φίλο που τον έλεγε Σμιθ και ότι ήθελε να κάνει τρία παιδιά.  Τελικά έκαναν μαζί δύο.  Αγόρια και τα δύο, για να στερέψει η μάνα τους από το κλάμα όταν θα τα αποχωριστεί.

Έτσι συμβαίνει πάντα.  Η ζωή παριστάνει τον παπατζή, αλλά επειδή παίζει με τράπουλα σημαδεμένη, όταν διαλέγεις εσύ, διαλέγεις πάντα λάθος.  Όταν το καταλάβεις όμως, όταν πεις πάσο και κάνεις να φύγεις, τότε σαν από πείσμα, ένα καλό φύλλο θα σου έρθει στην επόμενη μοιρασιά.  Κάτι σαν ανταμοιβή.  Το μόνο που πρέπει να κάνει είναι να το παίξεις σωστά…

[1] bearskin = το μαύρο, ψηλό, γούνινο καπέλο που φορούν οι Βρετανοί φρουροί


Το διήγημα είναι η δική μου συμμετοχή στη συλλογή διηγημάτων “Δήγμα Γραφής”, που τιμήθηκε με βραβείο στην κατηγορία “Συγγραφικό Έργο” των e-awards 2012.

Ακούστε το διήγημα ηχογραφημένο στο Youtube ή διαβάστε το στα αγγλικά.