Συνέντευξη: “Η συγγραφή ενός βιβλίου ολοκληρώνεται από τον αναγνώστη”

Συνέντευξη στον mixerakia 

Τον “ανακάλυψα” τυχαία μέσα από το twitter, το οποίο μου πρότεινε να ακολουθήσω την Κριστίν Λαγκάρντ, τον Στέφανο Λίβο, τον Ανδρέα Λοβέρδο, τη Lady Gaga και κάτι κουρασμένα παλικάρια της ελληνικής πολιτικής σκηνής –και σκηνής σκέτο. Ο Στέφανος, περιγράφοντας τον εαυτό του ως “πολυτεχνίτη και ερημοσπίτη, μεταφρασμένο συγγραφέα και απογραφέα στιγμών”, μου φάνηκε σαφώς πιο ενδιαφέρουσα περίπτωση από τις άλλες προτάσεις. Και, ακολουθώντας, συνάντησα ένα ταλέντο της νέας γενιάς, με χιούμορ, έξυπνη γραφή, ευγένεια και ανήσυχο πνεύμα. “Γεννήθηκα στην Αθήνα, μεγάλωσα στην Ζάκυνθο, ζω στην Αγγλία και μάλλον θα πεθάνω στην ψάθα. Άρχισα να γράφω στα 11, αλλά μόνο όταν ερωτεύτηκα για πρώτη φορά κατάλαβα τη δύναμη της συγγραφής. Στα 18 μου αποφάσισα να σπουδάσω Ψυχολογία (φαεινή ιδέα!) και στα 19 ένας έπαινος από την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών μου έδωσε κουράγιο για να συνεχίσω να γράφω (όχι ότι θα χανόταν ποτέ τέτοιο κουσούρι)”, “αυτοπεριγράφεται” μέσα από το site του. Ψυχολόγος, φωτογράφος, συγγραφέας, ένας πραγματικά ξεχωριστός “απογραφέας στιγμών”. Είπα να διαβάσω λίγες σελίδες από το μυθιστόρημά του “Όσα χωράει μια στιγμή” (το οποίο μεταφράστηκε και στα αγγλικά), για να δω τον τρόπο γραφής του. Σταμάτησα μόνο όταν έφτασα στην τελευταία σελίδα. Και είπα ότι, πραγματικά αξίζει να τον γνωρίσουμε καλύτερα…

Ας γνωριστούμε…μέσω τρίτων! Είναι ένα παιδί, ο Βασίλης –δεν ξέρω αν τον έχεις ακουστά, ο οποίος ζει μια μεγάλη απογοήτευση και αποφασίζει να φύγει για το Λονδίνο. Εκεί ωριμάζει, γνωρίζει τον εαυτό του, ζει, νιώθει…Αγαπά το νέο του “σπίτι”, νοσταλγεί αραιά και πού κάποιες στιγμές και κάποια πρόσωπα από την Ελλάδα. Πού συναντά η ιστορία του τη δική σου;

Αναφέρεσαι προφανώς στον ήρωα του “Όσα Χωράει Μια Στιγμή”, με τον οποίο, όμως, δεν μοιραζόμαστε κοινά χαρακτηριστικά, πέρα από το ότι διαλέξαμε και οι δύο να συνεχίσουμε τις ζωές μας στο Λονδίνο. Ωστόσο, η επιλογή της πόλης είναι εντελώς τυχαία, αφού εγώ μετακόμισα εδώ περίπου 4 χρόνια μετά την ολοκλήρωση της συγγραφής. Βέβαια, το κομμάτι του βιβλίου που διαδραματίζεται στο Λονδίνο άρχισα να το δουλεύω όταν επέστρεψα στην Ελλάδα από τη Ρώμη, όπου είχα ζήσει για μερικούς μήνες. Τα συναισθήματα, λοιπόν, του Βασίλη, η νοσταλγία και οι αναμνήσεις του ήρθαν ως αποτέλεσμα της δικής μου εμπειρίας εκτός Ελλάδας. Κάπως έτσι νιώθω πλέον και στο Λονδίνο, και κάπως έτσι, φαντάζομαι, νιώθουν και όλοι όσοι μένουν μακριά από την πατρίδα τους είτε είναι σε μια γειτονική χώρα είτε στην άλλη άκρη της Γης.

Στα κείμενα που γράφεις υπερισχύει η φαντασία ή βιώματα και στιγμές δικές σου και ανθρώπων που γνωρίζεις;

Νομίζω ότι δεν μπορώ να τα ξεχωρίσω αυτά τα δύο. Ό,τι ακούω και ζω αναμειγνύεται μέσα στο μυαλό μου με τη φαντασία, με αποτέλεσμα η ιστορία που προκύπτει να είναι ένα κράμα που δεν μπορεί να αναλυθεί σε επιμέρους στοιχεία. Πέρα από αυτό, όμως, κάθε λογοτεχνική ιστορία θέλει τέσσερα πρόσωπα για να δημιουργηθεί: το συγγραφέα, τον αφηγητή, τον ήρωα και τον αναγνώστη. Συνεπώς, αν η ιστορία δεν φτάσει στον τελευταίο, για να διαβαστεί με το μεγεθυντικό φακό των δικών του εμπειριών, δεν θεωρείται ολοκληρωμένη. Πολλοί αναγνώστες θεωρούν ότι σίγουρα κάποια κομμάτια ενός βιβλίου είναι αυτοβιογραφικά του συγγραφέα, αλλά, στην πραγματικότητα, μάλλον πρόκειται για προβολές των δικών τους αναμνήσεων.

Η μετανάστευση ήταν για σένα επιλογή ή διέξοδος;

Και τα δύο. Διέξοδος γιατί ένιωθα ότι είχα τελματώσει, αλλά επιλογή γιατί, από την άλλη, θα μπορούσα να έχω παραμείνει στάσιμος, όπως κάνουν πολλοί αυτή τη στιγμή, σε κακοπληρωμένες δουλειές, χωρίς προοπτικές, με το φόβο της απόλυσης, με ανοχή σε προσβολές και υπαινιγμούς. Αν δεν κάνω λάθος, κάπως έτσι είναι αυτή τη στιγμή η εργασία στην Ελλάδα. Κανονικός Μεσαίωνας. Καλύτερα λοιπόν μακριά και με αξιοπρέπεια, παρά στη χώρα μου με σκυμμένο κεφάλι.

Δεδομένων των προβλημάτων που υπάρχουν στην Ελλάδα, πιστεύεις ότι η μετανάστευση μπορεί να αποτελέσει λύση για πολλούς –όπως παλιά- ή για λίγους που μπορούν να ανταποκριθούν στις σύγχρονες ανάγκες της ευρωπαϊκής αγοράς εργασίας;

Είναι μια λύση για όσους θέλουν πραγματικά να δουλέψουν. Για αυτούς που δεν θέλουν να είναι άνεργοι και να τρώνε τα λεφτά του μπαμπά, για αυτούς που δεν περιμένουν από το θείο να μιλήσει στο γνωστό του για μια θέση με το βασικό, για αυτούς που έχουν ξεχάσει την αποκατάσταση στο δημόσιο, για αυτούς που δεν συμβιβάζονται με μια κακή δουλειά με μέτρια λεφτά ή, ακόμα χειρότερα, με μια απλήρωτη ή ανασφάλιστη εργασία. Τώρα, αν αυτοί είναι οι πολλοί ή οι λίγοι είναι κάτι που παραμένει άγνωστο.

Ψυχολόγος και συγγραφέας. Δύο επαγγέλματα – ιδιότητες που –ενδεχομένως- να χρειάζονται την “ασφάλεια” της μητρικής γλώσσας για να εξελιχθούν. Παρόλα αυτά επέλεξες να “παίξεις εκτός έδρας”. Ποιος είναι ο πρώτος απολογισμός από το ρίσκο αυτό;

Πολύ εύστοχη ερώτηση! Είναι πραγματικά πρόκληση να διατηρείς τη μητρική σου γλώσσα σε ένα καλό επίπεδο όταν περνάς όλη τη μέρα σου δουλεύοντας και μιλώντας μια ξένη γλώσσα. Αν και προφανώς, δεν ξεχνάς ποτέ τη μητρική σου, όταν δεν την εξασκείς σωστά το λεξιλόγιό σου περιορίζεται. Η μόνη λύση σε αυτό, λοιπόν, είναι το διάβασμα, λογοτεχνικό, ειδησεογραφικό, σύγχρονο, κλασικό, και για τους μερακλήδες της γλώσσας, ποίηση — ίσως ο ασφαλέστερος τρόπος για να διευρύνεις τον πλούτο της γλώσσας σου.

Άρχισες να γράφεις από τα 11, πιο επαγγελματικά από τα 15… Παράξενο παιδί ή απλά ένα παιδί που από νωρίς είχε πολλά να εκφράσει;

Παράξενο παιδί, με πολλές ανησυχίες και με τάσεις φυγής που μετουσιώνονταν σε ποιήματα την ώρα των μαθημάτων στο σχολείο. Προφανώς, η λογοτεχνική τους αξία ήταν μηδενική, και γι’ αυτό ποτέ δεν εξέδωσα ποιητική συλλογή, αλλά με τον καιρό αποδείχτηκαν μια πολύ καλή άσκηση για την εξοικείωσή μου με τις λέξεις και τα σχήματα. 

Οι γύρω σου –οικογενειακό και φιλικό περιβάλλον- σε αντιμετώπισαν ως ταλέντο ή ως “παιδί είναι, περνάει μια φάση”;

Τίποτα από τα δύο. Δεν το προέβαλλα ο ίδιος, αλλά και όποτε το ανέφερα, κανείς δεν ασχολήθηκε ιδιαίτερα. Το να γράφεις είναι κάτι διαφορετικό, είναι μια μοναχική διαδικασία και για τον συγγραφέα και για τον αναγνώστη. Σε ένα παιδί π.χ. που έπαιζε κιθάρα, θα του έλεγαν “έλα, παίξε μας ένα τραγούδι”, αλλά σε μένα δεν μπορούσαν να πουν κάτι παρόμοιο. Ακόμα και πιο μετά, στα φοιτητικά μου χρόνια, όταν προέκυψε ένας έπαινος για ένα διήγημα, οι αντιδράσεις ήταν πάλι χλιαρές. Δεν είμαστε, δυστυχώς, στη δεκαετία του ’30. Οι συγγραφείς και οι ποιητές πλέον θεωρούνται λίγο βαρεμένοι και ίσως και λίγο βαρετοί, δεν χαίρουν του θαυμασμού που χαίρει ένας ηθοποιός ή ένας τραγουδιστής.

Κάποιες κλειστές πόρτες από εκδοτικούς οίκους στην Ελλάδα, σε οδήγησαν στο να ανοίξεις ένα ηλεκτρονικό παράθυρο επικοινωνίας με τους υποψήφιους αναγνώστες και να προχωρήσεις στην αυτοέκδοση των έργων σου. Είχες κάποια καθοδήγηση ή ήταν κάτι που έψαξες μόνος σου;

Χτύπησα λίγες πόρτες, γιατί πίστευα ότι, όπως δυσκολεύουν τα πράγματα οικονομικά, ο χώρος του βιβλίου θα περιοριζόταν, όπως και, νομίζω, έγινε. Προφανώς, εξακολουθώ να θέλω να δω ένα βιβλίο μου στη βιτρίνα ενός βιβλιοπωλείου, αλλά ξέρω, επίσης, ότι 6 μήνες μετά θα βρισκόταν ήδη στο ράφι, παρέα με τα άλλα βιβλία που σκονίζονται περιμένοντας έναν αγοραστή. Έτσι, λοιπόν, έχοντας ακούσει την επιλογή της αυτοέκδοσης, αποφάσισα να κάνω το βήμα χωρίς να το έχω καλοσκεφτεί. Επειδή θεωρώ όμως ότι μαθαίνεις καλό κολύμπι μόνο αν πέσεις στα βαθιά, αποφάσισα κι εγώ να βουτήξω και να αυτοσχεδιάσω. Και θεωρώ ότι δικαιώθηκα.

Και πώς ακριβώς αυτοεκδίδεται κάποιος (με την καλή έννοια πάντα!); Ποια είναι η διαδικασία;

Υπάρχουν πολλοί τρόποι, αναλόγως τι θέλει ο συγγραφέας. Θέλει το βιβλίο του να είναι μόνο χαρτόδετο, μόνο ηλεκτρονικό ή και τα δύο; Θέλει να πληρώσει ο ίδιος τη εκτύπωσή του και να το μοιράσει στα βιβλιοπωλεία; Θέλει να μην ξοδέψει φράγκο και να το αναρτήσει στο blog του; Ή θέλει να το ανεβάσει σε μια πλατφόρμα με δυνατότητες print-on-demand; Υπάρχουν πολλοί τρόποι αυτοέκδοσης. Καλύτερα όμως να αφήσουμε τις λεπτομέρειες για τους επίδοξους αυτοεκδότες, και να ζητήσουμε από τους αναγνώστες να αρχίσουν να δείχνουν λίγο μεγαλύτερη εμπιστοσύνη και στα άγνωστα ονόματα.

Πιστεύεις ότι η τεχνολογία, τα social media κτλ δίνουν δυνατότητες και ευκαιρίες σε νέους δημιουργούς;

Απόλυτα. Αν δεν ήταν αυτά, σίγουρα αυτή τη στιγμή δεν θα κάναμε αυτή τη συνέντευξη. Θεωρώ ότι τα social media είναι, προς το παρόν, η δημοκρατικότερη και η επαναστατικότερη πτυχή του διαδικτύου. Δίνουν καθολική πρόσβαση σε γνώση και σε νέες ιδέες, επιταχύνουν τη μετάδοση των πληροφοριών και ισοπεδώνουν διαχωρισμούς που ισχύουν έξω στην κοινωνία. Είναι λογικό επακόλουθο, λοιπόν, να χρησιμοποιούνται από τους νέους δημιουργούς που θέλουν να ακουστούν, αλλά δεν θέλουν ούτε να έχουν καλλιτεχνικούς νταβατζήδες ούτε και να επωμιστούν το κόστος της παραδοσιακών λύσεων.

Τα social media –επειδή ασχολείσαι με αυτά- είναι τελικά μέσα επικοινωνίας ή συγκεκαλυμμένης αποξένωσης; Μέσα ουσιαστικής έκφρασης και διαλόγου ή μέσα εξυπνακίστικης ατάκας και αυτοπροβολής;

Και τα δύο, και αλίμονο αν δεν ήταν έτσι. Οι άνθρωποι που χρησιμοποιούν τα social media είναι οι ίδιοι με αυτούς που ζουν δίπλα μας. Έξυπνοι, βλάκες, διεστραμμένοι, πονηροί, χαιρέκακοι, δημιουργικοί, φλύαροι κλπ. Στην αντίθετη περίπτωση, θα μιλούσαμε για ένα αποστειρωμένο μέσο που δε θα προσέφερε τίποτα άλλο παρά μια πλήρη οκνηρία για σκέψη.

Ποια είναι τα επόμενα βήματά σου;

Στα πολύ άμεσα σχέδια είναι ένα παιδικό παραμύθι, που έχει ολοκληρωθεί και περιμένει να εικονογραφηθεί, ενώ παράλληλα δουλεύω ένα λογοτεχνικό project μαζί με κάποιους από την ομάδα που δημιούργησε το Δήγμα Γραφής, το πρώτο ελληνικό συλλογικό ebook που διανέμεται ελεύθερα. Στα πιο έμμεσα τώρα, βρίσκεται η συγγραφή του “Θησαυρού της Βιολέτας”, του επόμενου βιβλίου μου, το οποίο αυτή τη στιγμή βρίσκεται ακόμα στο στάδιο της έρευνας. Πρόκειται για ένα ιστορικό μυθιστόρημα που διαδραματίζεται στην Ζάκυνθο στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα, με επίκεντρο τα χρόνια της Κατοχής.

Και για να κλείσουμε όπως ξεκινήσαμε με τον φίλο Βασίλη. Μια στιγμή μπορεί να χωρέσει πολλά. Τι θα μπορούσε να αποτελέσει στόχο, μότο, έμπνευση ζωής, αν αποκλείσουμε το “ποτέ”, το “πάντα” και αν θεωρήσουμε δεδομένο ότι το απρόβλεπτο είναι στημένο στη γωνία;

Να προσπαθεί κανείς κάθε μέρα να γίνεται καλύτερος, να παλεύει γι’ αυτά που χρειάζεται, και όχι για αυτά που απλά θέλει. Να ξέρει να σηκώνεται μετά από κάθε δυσκολία και να ξαναπροσπαθεί, και να νιώθει σίγουρος ότι ό,τι κι αν προκύψει, θα το ξεπεράσει με επιτυχία. Τετριμμένα και χιλιοειπωμένα πράγματα δηλαδή, αλλά ουσιώδη για μια ευτυχισμένη ζωή.