Συνέντευξη: “Ποτέ µην κοιτάς πίσω σου. Το µόνο που θα βρεις είναι ό,τι άφησες ή ό,τι σε άφησε να φύγεις”

Συνέντευξη στο Θεόδουλο Παπαβασιλείου

Αν έπρεπε να χαρακτηρίσω τον Στέφανο Λίβο, θα έλεγα πως είναι ένας άνθρωπος «κατά των συνόρων». Δεν περιορίζεται στις ελάχιστες επιλογές που προσφέρει τη δεδοµένη στιγµή η Ελλάδα και µεταναστεύει στο Λονδίνο για να εργαστεί ως ψυχολόγος στο Εθνικό Σύστηµα Υγείας. Δεν περιορίζει τις σκέψεις και τα συναισθήµατα που θέλει να εκφράσει και να µεταφέρει στους αναγνώστες, σε ένα βιβλίο που θα αναζητά την τύχη και την έκδοσή του, από εκδοτικό οίκο σε εκδοτικό οίκο. Επιλέγει την αυτοέκδοση και διαθέτει δωρεάν τα βιβλία του, µέσα από το δικό του site. Δεν περιορίζει τη ζωή του. Θα ρισκάρει να την ζήσει…

Ψυχολόγος και συγγραφέας. Δύο επαγγέλµατα, τα οποία –αν θα µπορούσαµε να το θέσουµε έτσι- ασχολούνται κατά κύριο λόγο µε τις ζωές των άλλων. Τυχαίος ο συνδυασµός ή συνειδητή επιλογή;

Αρκετά συνειδητή επιλογή. Ήξερα πάντα ότι ήθελα να γίνω συγγραφέας, και, πέρα από το επάγγελµα του φιλόλογου που δεν µ’ αρέσει, η Ψυχολογία θα µου έδινε τα εφόδια που χρειαζόµουν για να γνωρίσω τους ανθρώπους καλύτερα, σε βάθος και σε πλάτος. Μου πήρε κάπου έξι µε εφτά χρόνια σπουδών, για να καταλάβω τελικά ότι η µεγαλύτερη αλήθεια που µπορεί να µας µάθει η Ψυχολογία είναι πως οι άνθρωποι είναι απρόβλεπτοι και ικανοί για όλα.

Προσφέρουν την ασφάλεια που µπορεί να έχει ένας «απλός παρατηρητής» ή είναι τελικά πιο περίπλοκες –ίσως και ριψοκίνδυνες κάποιες φορές- (δι)εργασίες;

Σαν ψυχολόγος µπορείς να είσαι απλός παρατηρητής, και µε ένα µεγάλο βαθµό ενσυναίσθησης, µπορείς να βοηθήσεις τον άλλον, χωρίς να επηρεαστείς προσωπικά. Είναι υποχρέωσή µου, σαν επαγγελµατίας, όταν κλείνω πίσω µου την πόρτα της πτέρυγας, το δικό µου µυαλό να είναι καθαρό. Στη συγγραφή, ωστόσο, τα πράγµατα είναι αντιδιαµετρικά αντίθετα. Πρέπει να βουτήξεις µέσα στις ψυχές των χαρακτήρων, και σαν σφουγγαράς να αλιεύσεις τον πόνο, την πίκρα και τη φθορά. Όσο δελεαστικό κι αν ακούγεται, είναι αρκετά ριψοκίνδυνο, γιατί κάθε φορά κινδυνεύεις να χάσεις τον εαυτό σου στον βυθό.

Πόσο «παρεµβαίνει» η δική σου ζωή, τα δικά σου βιώµατα, στις ιστορίες των ηρώων σου;

Μέχρι τώρα, πρέπει να παραδεχτώ, πολλοί από τους χαρακτήρες µου ζούσανε πράγµατα που θά ’θελα να έχω ζήσει εγώ. Στο «Μυστικό του Λεβάντε» όµως, που γράφω τώρα, νοµίζω ότι απουσιάζουν εντελώς δικά µου στοιχεία από τους χαρακτήρες των ηρώων. Θέλω να πιστεύω ότι έχω ωριµάσει πλέον, προσεγγίζω τη συγγραφή µε περισσότερο σεβασµό και λιγότερη εγωπάθεια. Έµαθα, ευτυχώς, πως όταν τους αφήνεις ελεύθερους, οι ήρωες πολύ σύντοµα αποκτούν τη δική τους ζωή, µε τα όποια παρελκόµενα βέβαια. Δηµοσίευσα µάλιστα πρόσφατα, στο onestory.gr του Γιάννη Φαρσάρη, ένα σχετικό διήγηµα, µε τίτλο «Έµπνευση και Θάνατος», για το πώς ένας χαρακτήρας εναντιώνεται στον συγγραφέα θέλοντας να τον καταστρέψει.

Οικονοµικός µετανάστης στο Λονδίνο εδώ και ένα χρόνο, εργάζεσαι στο βρετανικό Σύστηµα Υγείας (NHS). Ποιες είναι οι δυσκολίες και οι προκλήσεις που αντιµετώπισες ή αντιµετωπίζεις ακόµη σε µια ξένη χώρα;

Νοµίζω, είναι οι κλασικές προκλήσεις που αντιµετωπίζουν όλοι οι µετανάστες: η απόσταση από την οικογένεια και τους φίλους και µια νέα πραγµατικότητα, που πρέπει, όχι µόνο να αποδεχθείς και να συνηθίσεις, αλλά να αφοµοιώσεις και να ακολουθήσεις. Νοµίζω ότι κινούµαι προς τη σωστή κατεύθυνση, χτίζοντας σιγά-σιγά µια καλύτερη ζωή.

Κρίνοντας µε βάση τη µέχρι τώρα εµπειρία σου και τα όσα ακούς, γνωρίζεις κ.λπ., πώς βλέπεις την «ελληνική εκδοχή» του σεναρίου: «οικονοµικός µετανάστης στην Ελλάδα, που εργάζεται στο ΕΣΥ»;

Νοµίζω ότι είναι κάτι αδιανόητο. Ίσως όχι αν ήταν Γερµανός ή Γάλλος, αλλά αν ήταν π.χ. Πακιστανός, θα αντιµετώπιζε σίγουρα πολλά προβλήµατα και από συναδέλφους και από ασθενείς. Έχω καταλήξει στο ότι όλοι οι λαοί είναι λίγο πολύ ξενοφοβικοί, απλώς στην Ευρώπη ίσως το κρύβουν πιο εύκολα, για λόγους πολιτικής ορθότητας. Ο Έλληνας, λίγο πιο ειλικρινής, λίγο πιο χοντροκοµµένος, θα το δείξει πιο εύκολα, ακόµα και αν ξέρει ότι είναι λάθος.

Η απόφαση για µετανάστευση ήρθε µετά από αποτυχηµένες προσπάθειες να εργαστείς εδώ ή θεώρησες –µε τα δεδοµένα που υπάρχουν σήµερα- ότι δεν άξιζε να το «παλέψεις» στη Ελλάδα;

Δεν άξιζε να το παλέψω και η εξέλιξη των πραγµάτων µε επιβεβαίωσε µε τον χειρότερο τρόπο. Γνωρίζω συνάδελφους ψυχολόγους που -όσοι εργάζονται, βέβαια- φοβούνται ότι από µέρα σε µέρα θα χάσουν τη δουλειά τους. Ξέρω ότι, προσωπικά, δεν θα µπορούσα να τα καταφέρω σε ένα τέτοιο πλαίσιο. Το παν για µένα είναι να έχεις ψυχική ηρεµία, για να µπορείς να αποδίδεις σε µια δουλειά τα µέγιστα των δυνατοτήτων σου. Όταν όµως είσαι απλήρωτος ή φοβάσαι ότι θα απολυθείς, τότε µε τον καιρό γίνεσαι αντιπαραγωγικός. Δυστυχώς, όµως, αυτό το ποιοτικό στοιχείο δεν λαµβάνεται υπόψη από τους ανθρώπους που ασκούν εξουσία.

Διέξοδο έψαξες και στο κοµµάτι που αφορά τη συγγραφή. Πώς κατέληξες στην αυτοέκδοση και τι ακριβώς σηµαίνει αυτό τόσο για σένα, όσο και για τον αναγνώστη;

Αν ακολουθούσα την παραδοσιακή οδό, θα ήµουν ένας νέος συγγραφέας, δηλαδή αόρατος, µε ένα βιβλίο των €10-12 σε µια αγορά που αργοπεθαίνει και µε ένα συµβόλαιο που λογικά θα µου απέφερε ελάχιστα κέρδη. Έτσι, πήγα στην αυτοέκδοση, και µάλιστα στη δωρεάν διάθεση των βιβλίων µου, γιατί εκεί τουλάχιστον ήµουν ελεύθερος να ξεκινήσω το ταξίδι µου όπως εγώ ήθελα. Το µεγαλύτερο πλεονέκτηµα της αυτοέκδοσης είναι ότι δεν µεσολαβεί τίποτα µεταξύ συγγραφέα και αναγνώστη. Ο πρώτος προσφέρει ένα βιβλίο 100% όπως το έχει οραµατιστεί και ο αναγνώστης, πολύ ευκολότερα απ’ ό,τι πριν, µπορεί να τον προσεγγίσει για τα σχόλια και τις παρατηρήσεις του. Ωστόσο, παρά τα θετικά της αυτοέκδοσης, θα ήθελα προφανώς κι εγώ κάποια στιγµή, όπως όλοι οι συγγραφείς, ένα καλό συµβόλαιο µε έναν επιτυχηµένο εκδοτικό οίκο.

Το πρώτο σου µυθιστόρηµά, το «Όσα χωράει µια στιγµή», µεταφράστηκε και στα αγγλικά. Τι σε οδήγησε να ρισκάρεις σε µια «χαοτική αγορά»;

Η πίστη ότι ο µόνος που χάνει είναι αυτός που δεν ρισκάρει ποτέ. Η αγγλική έκδοση συνέπεσε µε µια περίοδο µεγάλων αλλαγών στη ζωή µου, γι’ αυτό και δεν τη βοήθησα όσο έπρεπε. Φλερτάρω µε την αποτυχία σε αυτήν την περίπτωση, αλλά θα ξέρω σίγουρα µόνο όταν κάνω όλα όσα µπορώ για να τη βοηθήσω να ακουστεί περισσότερο. Αν όµως τελικά αποτύχω, θα είµαι και πάλι ευγνώµων, γιατί θα έχω πάρει ένα καλό µάθηµα.

Τι να αναµένουµε από εσένα στο άµεσο µέλλον;

Αυτή τη στιγµή είµαστε στο στάδιο εικονογράφησης ενός παιδικού παραµυθιού που έγραψα και το οποίο θα κυκλοφορήσει σαν e-book, αν και θέλουµε να υπάρξει και η δυνατότητα χαρτόδετης έκδοσης. Επίσης, µε την οµάδα που εκδώσαµε το «Δήγµα Γραφής» -το πρώτο συλλογικό δωρεάν e-book που κυκλοφόρησε στην Ελλάδα- ετοιµάζουµε ένα σπονδυλωτό βιβλίο, για το οποίο όµως δεν µπορώ να αποκαλύψω περισσότερα. Στο απώτερο µέλλον, θα αποκαλυφθεί και «Το Μυστικό του Λεβάντε», ένα ιστορικό µυθιστόρηµα που γράφω για την Ζάκυνθο του Β’ Παγκοσµίου Πολέµου.

Και να κλείσουµε λίγο διαφορετικά. Ως αναγνώστης και όχι ως συγγραφέας του «Όσα χωράει µια στιγµή», ποια φράση κρατάς και επεξεργάζεσαι µετά την ανάγνωσή του;

«Ποτέ µην κοιτάς πίσω σου. Το µόνο που θα βρεις είναι ό,τι άφησες ή ό,τι σε άφησε να φύγεις». Δεν θυµάµαι αν το πίστευα πάντα, αλλά πλέον το παρελθόν µου θυµίζει το δίδαγµα από τον µύθο του Ορφέα και της Ευρυδίκης: Αν θες κάτι, πρέπει να προχωράς κοιτώντας µόνο µπροστά, γιατί αν κοιτάξεις πίσω, έστω και για µια στιγµή, τότε το χάνεις για πάντα.

Η συνέντευξη είχε δοθεί στο περιοδικό Life Positive, το οποίο δεν υπάρχει πια.