Διήγημα: “Σήκω-κάτσε, κάτσε-σήκω”

Ήταν βαθιά ενοχικός άνθρωπος η Διονυσία. Αν δεν είχε κατηγορηθεί η Εύα για τη βρώση του μήλου, θα είχε αναλάβει η ίδια την ευθύνη. Την ρωτούσες τι κάνει και ένιωθε τύψεις να σου πει ότι είναι καλά.

Το μεγάλο της πρόβλημα όμως ήταν στο λεωφορείο. Έτσι μικροκαμωμένη κοπελίτσα που ήταν, ένιωθε την υποχρέωση να σηκώνεται κάθε φορά που “άτομα χρήζοντα βοήθειας, όπως ηλικιωμένοι, άτομα με κινητικά προβλήματα ή έγκυοι” στέκονταν όρθιοι. Αυτό έγραφε και το φοιτητικό της πάσο. Κάποτε έγραφε και “ιερείς” και πάντα την είχε την απορία για ποιο λόγο οι ιερείς είναι άτομα χρήζοντα βοήθειας. Με τα χρόνια κατάλαβε.

Για να μην αισθάνεται τύψεις, λοιπόν, συνήθιζε να κάθεται όρθια. Ακόμα και όταν είχε θέσεις. Ε, όλο και κάποιος ηλικιωμένος θα μπει στην επόμενη στάση. Αν ποτέ αποφάσιζε να καθίσει, διάλεγε πάντα τη θέση στο παράθυρο, ώστε να έχει έτοιμη τη δικαιολογία για τη συνείδησή της: θα σηκωνόμουν, αλλά εδώ που είμαι είναι λιγάκι δύσκολο. Το πιο παράξενο που της είχε συμβεί ήταν η ντροπή που ένιωσε από την επίθεση μιας ηλικιωμένης όταν της προσέφερε τη θέση της: “Σου φαίνομαι γιαγιά, κοπέλα μου;” Επρόκειτο για ένα σκελετό με καροτί μαλλιά, μπολερό και ελβιέλες.

Αυτό όμως δεν ήταν τίποτα μπροστά σε αυτό που έζησε μια μέρα Σεπτεμβρίου. Είχε πάει 9 το πρωί στη σχολή, για να δώσει πέντε μαθήματα, και όταν έφυγε, είχε ήδη νυχτώσει. Μπήκε στο μισοάδειο λεωφορείο, κάθισε δίπλα στο παράθυρο και άρχισε να παλεύει να μην κλείσουν τα μάτια της από τη νύστα και την κούραση. Σιγά σιγά το λεωφορείο όμως γέμισε. Νά ‘σου λοιπόν κάποια στιγμή, που έρχεται στη διπλανή θέση μια γιαγιά με το εγγονάκι της -γύρω στα δώδεκα δεκατρία θα ‘ταν αυτό. Αντί όμως να καθίσει η γιαγιά, κάθεται ο μικρός και αυτή μένει όρθια στο διάδρομο. Έλα όμως που όποτε στεκόταν κάποιος ηλικιωμένος όρθιος στο λεωφορείο η Διονυσία τον αισθανόταν σαν να κάθεται επάνω στο σβέρκο της.

Και τώρα τι να κάνω; Να σηκωθώ; Άμα ήθελε βέβαια να καθίσει, θα καθόταν αυτή, τι έβαλε το πιτσιρίκι να κάτσει; Δεν είναι δα και τόσο μικρό! Γυμνάσιο μπορεί να πηγαίνει. Για να το δω καλύτερα, μπας και είναι άρρωστο; Μπα.. μια χαρά φαίνεται το μούλικο! Αλλά αν είναι μια χαρά, γιατί δεν σηκώνεται να κάτσει η γιαγιά του; Βέβαια, εγώ πρέπει να προσφερθώ, και λογικά θα μου πει όχι. Αν είναι όμως γαϊδάρα και δεχτεί, θα μείνω εγώ όρθια; Με δυο ώρες ύπνο είμαι μόνο, και έχω ακόμα 13 στάσεις. Μπα, ας κάνω ότι κοιτάω έξω. Αλλά αν σκεφτεί ότι είμαι αγενής; Σιγά μην έχει το μυαλό να σκεφτεί ότι είμαι κουρασμένη…! Κι αν βρεθεί καμιά άσχετη γκιόσα και μου την πει; Κυκλοφορούν κάτι στερημένες… που στήνουν καυγά για το τίποτα!

“Ορίστε, κυρά μου, κάτσε” φώναξε σε μια έκρηξη παρόρμησης, χωρίς να καταλαβαίνει και η ίδια τι κάνει. “Εε… κατεβαίνουμε στην επόμενη στάση”, απάντησε η ηλικιωμένη κυρία τραβώντας το εγγόνι της από το κάθισμα. Έμεινε όλο το λεωφορείο να κοιτάει τη Διονυσία, η οποία είχε βουτήξει στην ντροπή της και έκανε μακροβούτι διαρκείας, χωρίς αναπνευστήρα.

Την άλλη μέρα, αγόρασε ποδήλατο..