Διήγημα: “Ο πίνακας του έρωτα”

Αυτή είναι μια πολύ σύντομη ιστορία. Όπως και η ζωή του πρωταγωνιστή της. Αν όποιος διαβάζει επιζητεί πάντα ένα κρυφό μήνυμα, δεν θα το βρει εδώ. Είναι μια απλή ιστορία, χωρίς κανένα ιδιαίτερο νόημα. Ίσως να είναι και κακογραμμένη γιατί αυτή η ιστορία δεν είναι για να την θυμάται κάποιος σαν όμορφη, αλλά απλά να την θυμάται. Γι’ αυτό όποιος θέλει μπορεί να σταματήσει να διαβάζει εδώ. Ίσως να μην χάσει τίποτα.

Δεν έχει σημασία το όνομά του, ούτε η ηλικία του. Ήταν αρκετά νέος για να μην γνωρίζει τη ζωή, αλλά αρκετά ώριμος για να έχει ερωτευτεί και να έχει αγαπήσει. Αντικείμενο του έρωτά του ήταν εκείνη, μια όμορφη κοπέλα, σαν αυτές που όλοι ψάχνουνε στα όνειρά τους ή στο δρόμο. Εκείνος εξωτερικά ήταν πολύ συνηθισμένος για να κερδίζει το δεύτερο βλέμμα των γυναικών και εκείνη πολύ ξεχωριστή για να μην κερδίζει αμέσως τις καρδιές των αντρών.

Κάπως, με κάποιο από αυτά τα παιχνίδια που η μοίρα δεν βαριέται να παίζει, αυτοί οι δύο ήρθανε κοντά και, με το φως ενός ηλιοβασιλέματος, ενώθηκαν σε ένα. Όμως, εξαιτίας ενός άλλου παιχνιδιού της μοίρας, ένα άλλο ηλιοβασίλεμα χώρισαν όταν η κοπέλα χάθηκε, έτσι ξαφνικά, και οι άγγελοι κατέβηκαν να την πάρουν και να την μεταφέρουν στον άλλον κόσμο, που κανείς δεν έχει γνωρίσει.

Τότε αυτός ο νέος κλείστηκε στο σπίτι του και για πολλές μέρες δεν έκανε τίποτα άλλο από το να χύνει δάκρυα, δάκρυα, δάκρυα. Οι φίλοι του προσπάθησαν να τον συνεφέρουν, αλλά εκείνος τόσο πεισμωμένος ήτανε, τόσο απογοητευμένος και τόσο πνιγμένος στην θλίψη, που έβαλε ένα μαχαίρι στο λαιμό του και τους απείλησε με ένα φρικτό θέαμα, αν εκείνοι δεν έφευγαν αμέσως από κοντά του. Έντρομοι στην ιδέα να δουν τον φίλο τους να ξεψυχάει μπροστά τους έφυγαν, χωρίς να ξέρουν πως ο φίλος τους είχε ήδη διαλέξει να ξεψυχήσει.

Ο νέος έκλεισε την πόρτα, την κλείδωσε και πέταξε το κλειδί. Πήρε τις μπογιές του και μην έχοντας καθαρό καμβά, πήρε έναν τελειωμένο πίνακα, τον πέρασε με λευκή μπογιά και τον άφησε να στεγνώσει. Εκεί θα έγραφε το τελευταίο του γράμμα.

Μόλις στέγνωσε το λευκό άρχισε να ζωγραφίζει και συνέχισε. Ο χρόνος στο δωμάτιο σταμάτησε, αλλά έξω ξημέρωνε και νύχτωνε, και ξανά από την αρχή. Συνέχισε, χωρίς φαγητό και χωρίς ύπνο. Συνέχισε μέχρι που άρχισε να αδυνατίζει και να νιώθει την αδυναμία να του κατακλύζει το σώμα και να του παραλύει τα χέρια. Όμως, αυτός ήταν πιστός στο έργο του. Με προσοχή οδηγούσε το πινέλο επάνω στον καμβά. Και συνέχιζε.

Αν οι φύλακες του κόσμου έριχναν μια ματιά σε εκείνο το δωμάτιο, θα νόμιζαν ότι είχαν αμελήσει να κουρδίσουν το συμπαντικό ρολόι. Το θέαμα ήταν πρωτόγνωρο. Ένας άνθρωπος που ζωγράφιζε, άυπνος και νηστικός, αδιάφορος για τις μέρες που περνούσαν και για το σώμα του που έλιωνε σαν κερί.

Τα μάτια του άρχιζαν να θολώνουν και το στόμα του είχε στεγνώσει. Ο λαιμός του φαινόταν μέρα με τη μέρα περισσότερο αδύναμος να κρατήσει το κεφάλι του και τα μάγουλα του είχαν αρχίσει να διαγράφουν τα κόκαλα του προσώπου του. Αλλά αυτός συνέχιζε, με το πινέλο στο χέρι.

Κάποια μέρα του κόλλησε η ιδέα ότι από κάπου ερχόταν η μελωδία ενός βιολιού που έπαιζε και ότι μέσα στο δωμάτιο του ένα μπαλέτο χόρευε σε αυτόν το ρυθμό. Αλλά ούτε και αυτό τον έκανε να αφήσει κάτω το πινέλο και να ξεκολλήσει από τον πίνακα.

Και όταν πλέον κατάλαβε ο Θεός ότι όλα τα σημάδια που του είχε στείλει δεν είχαν γίνει αντιληπτά, και αφού βεβαιώθηκε ότι στον πίνακά του δεν υπήρχε τίποτα που να έχει αφεθεί στην τύχη, αποφάσισε να στείλει τους αγγέλους να παραλάβουν την ψυχή του. Και αφού εκείνη η ψυχή είχε αγαπήσει αληθινά, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη, αποφάσισε ο θεός ότι άξιζε να την φυλάξει, μια και δεν είχε φροντίσει να φυλάξει εκείνη την πρώτη ψυχή που είχε φτιάξει. Την φύλαξε λοιπόν σε ένα ξύλινο κουτί, εκεί που κρατούσε όλα του τα αγαπημένα πράγματα.

Όμως το σώμα του αποφάσισε να το παρατήσει, γιατί έτσι άσαρκο που είχε μείνει δε θα χρησίμευε παρά μόνο σε ένα δαίμονα. Κι έτσι, έμεινε το σαρκίο του ζαρωμένο στη βάση του τρίποδα που κρατούσε τον πίνακα. Εκείνον που για αρκετές εβδομάδες ζωγράφιζε με πείσμα εκείνος ο νέος.

Δεν ήταν τίποτα μεγαλειώδες. Δεν ήταν ένα έργο αντάξιο μιας μουσειακής φιλοξενίας.

Ήταν ένα πορτραίτο απλό και απέριττο, όπως ήταν η αγάπη του. Την είχε ζωγραφίζει όσο πιο πιστά μπορούσε, χωρίς να κρύψει τις ατέλειές της και χωρίς να τονίσει τα όμορφα σημεία της. Δεν προσπάθησε να φτιάξει ένα όμορφο πορτραίτο, αλλά να κρατήσει ζωντανή την εικόνα της, ώστε να μπορεί να την βλέπει όσο ακόμα θα ζούσε.

Γι’ αυτό, είχε φροντίσει να βάλει πρώτα απ’ όλα στον λευκό καμβά τα μάτια της. Ώστε το γαλήνιο βλέμμα της να του κρατάει συντροφιά όσο αυτός μετρούσε αντίστροφα τη ζωή του.