Το 2009, για να κάνω κάτι εποικοδομητικό πριν την στρατιωτική μου θητεία, πήγα για δύο εβδομάδες σε ένα work camp στην Σικελία.
Μαζί με άλλους δέκα περίπου εθελοντές, αγόρια και κορίτσια από Καναδά, Ρωσία, Ταιβάν, Κορέα, Καναδά, και Ισπανία εκπαιδευτήκαμε από μια επαγγελματική ομάδα ως social clowns για να δώσουμε παραστάσεις σε πλατείες, νοσοκομεία, γηροκομεία, σχολεία αυτιστικών παιδιών, και σε ένα κέντρο “φιλοξενίας” προσφύγων.
Η τελευταία ήταν η πιο δύσκολη επίσκεψη, γιατί δεν ξέραμε τι να περιμένουμε. Ένα μάτσο νέοι με κόκκινες μύτες και αστεία ρούχα που έκαναν διάφορα τρελά στα μουγκά μπροστά σε ένα αφρικανικό ανδροκρατούμενο κοινό, που κοιτούσε παράλυτο, μουδιασμένο από την παραμονή του σε εκείνο το κέντρο για δύο και τρία χρόνια.
Πώς ακριβώς πιστεύαμε ότι μπορούσαμε να ψυχαγωγήσουμε αυτούς τους ανθρώπους, με τις στιβαγμένες τους ελπίδες έγκλεστεις σε τέσσερις μαντρότοιχους;
Η παράσταση κράτησε γύρω στο μισάωρο. Κάθε λεπτό που περνούσε, λυνόμασταν και εμείς, λύνονταν κι αυτοί. Χωρίς να το καταλάβουμε, φτάσαμε να αυτοσχεδιάζουμε δυνατή μουσική με αυτοσχέδια όργανα και ταμπούρλα. Ένα κράμα δυτικών και αφρικανικών ήχων, που θα ήταν απόλυτος θόρυβος αν δεν γεννιούνταν από την αθώα ανάγκη όλων μας να επικοινωνήσουμε σε μια κοινή γλώσσα.
Χωρίς καμία προειδοποίηση, χωρίς κανένα συντονισμό, η παράσταση είχε γίνει συλλογική. Δεν κατάλαβα ποτέ πώς έγινε, αλλά δεν με ένοιαζε κιόλας. Ήμουν το ίδιο χαμογελαστός με τους ανθρώπους γύρω μου, κοινό και κλόουν. Ήμασταν ένα, άνθρωποι που μας χώριζε η καταγωγή μας, το χρώμα μας, η θρησκεία μας, η γλώσσα μας, αλλά μας ένωνε η αγνότητα της ψυχής μας, που διψούσε για ομορφιά. Θα ένιωθα την ίδια μαγεία μόλις τρία χρόνια μετά, σε μια ψυχιατρική κλινική του Λονδίνου.
Μία ώρα αργότερα, οι κλόουν είχαν χωριστεί σε πηγαδάκια και είχαν μπει σε συζητήσεις με τους πρόσφυγες. Εγώ μιλούσα ιταλικά, τα οποία τα είχαν μάθει και αυτοί στα δύο-τρία χρόνια που ήταν εκεί μέσα.
Μου έλεγαν για την ζωή τους, που ήταν μια καφκική φυλακή, ποινή για το έγκλημά τους να ζητούν μια καλύτερη ζωή. Για το πώς είχαν οικογένειες σε ευρωπαϊκές χώρες, που θα τους φιλοξενούσαν, αν τους το επέτρεπε… ο ποιος, δεν ήξεραν. Δεν ήξεραν γιατί ήταν ακόμα εκεί μέσα. Οι μέρες τους σε μια κυκλική τροχιά, ατέρμονη και βάναυση.
Ποτέ δεν είχα αναρωτηθεί αν ήταν πρόσφυγες ή μετανάστες. Αυτό είναι ένα καινούριο δίλημμα από ανθρώπους που δεξιότεχνα τραβούν διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην φτώχεια και την εξαθλίωση. Έστω και αν ήταν μετανάστες, μετά από δύο χρόνια σε ένα κέντρο “φιλοξενίας” δεν κερδίζεις την ιδιότητα του πρόσφυγα;
Ξέρω ότι η κατάσταση δεν είναι τόσο απλοϊκή όσο μπορεί να είναι το μυαλό μου, αλλά ξέρω με βεβαιότητα αυτό: οι άνθρωποι είναι άνθρωποι, και παραμένουν άνθρωποι. Και ως άνθρωποι, όταν τους φτάνεις στο τέρμα, αντιδρούν.
Για μια χώρα που ανέκαθεν έστελνε και δεχόταν κόσμο, για έναν πολιτισμό που υπερηφανεύεται ότι επεκτάθηκε πολεμικά μέχρι την Ινδία, για μια ήπειρο που δεν είχε σύνορα μέχρι πριν τέσσερις αιώνες, μου είναι αδιανότητο ότι μπορούν κάποιοι να είναι τόσο απόλυτοι στο ποιος έχει δικαίωμα να ζει δίπλα μας, στο μέρος που απλά έτυχε να γεννηθούμε.