Εφτά χρόνια στο εξωτερικό: και άντε πάλι ένα νέο ξεκίνημα.

Το ξέρω, κάπου σας έχω ζαλίζει. Κάθε που ξεκουνιέμαι, γράφω κι ένα κείμενο. Και αυτό ακριβώς είναι το θέμα μου αυτή τη φορά: το employee mobility, που λέμε και στο χωριό μου.

Μόλις έκλεισα ένα χρόνο στην Πράγα, ήρθε η ώρα να ξαναφύγω. Κάνοντας μια σύντομη αναδρομή, πριν καν βρω σπίτι στην Πράγα, είχα ήδη κάνει δύο επαγγελματικά ταξίδια. Για τους επόμενους περίπου οχτώ μήνες ταξίδευα σχεδόν κάθε βδομάδα. Στο τέλος του χρόνου, το κοντέρ έδειξε 98 πτήσεις και κάτι δεκάδες χιλιάδες αεροπορικά μίλια. Κάποια στιγμή, σκέφτηκα σοβαρά αν άξιζε να ξενοικιάσω και να μένω σε AirBnB και ξενοδοχεία.

Ήταν ωραία η φάση, δεν παραπονέθηκα ποτέ. Μου αρέσουν τα ταξίδια και ειδικά οι πτήσεις. Ίσως κάποιοι έχουμε γεννηθεί με ένα μικρόβιο φυγής που κάθε τόσο βρίσκει διέξοδο σε κάτι διαφορετικό: στο διάβασμα, στο γράψιμο, σε μικρές σχέσεις, σε ταξίδια. Είναι μια απόδειξη ότι δεν επιζητούν όλοι οι άνθρωποι την σταθερότητα. Ή τουλάχιστον, δεν την επιζητούν με την ίδια επιμονή, ή εμμονή, που την επιζητούν άλλοι.

Όσο και αν μου άρεσε όμως όλη η διαδικασία, όταν γυρνάς από ταξίδι και βάζεις πλυντήριο στις 11 το βράδυ, και μαζεύεις τα απλωμένα για να τα βάλεις στην βαλίτσα για να ξαναφύγεις το πρωί, ε, κάπου κουράζεσαι. Κάπου σου λείπει ένα πρωινό στο σπίτι σου, ένα φαγητό που έχει βγει από κατσαρόλα και όχι από φούρνο μικροκυμάτων ή από μπουφέ. Κάπου νοσταλγείς να βγάλεις τα ρούχα σου από την ντουλάπα και όχι από την βαλίτσα.

Πάνω που με κούρασαν τα πολλά ταξίδια, περιορίστηκαν. Άρχισα να περνάω περισσότερο χρόνο στην Πράγα, όπου ήμουν ήδη 8 μήνες, χωρίς να έχω ιδιαίτερες γνωριμίες πέρα από αυτές που έχουν όσοι δεν ανήκουν πουθενά. I’m a passenger, and I ride and I ride, που λέει και ο Iggy Pop. Και όπως με είχαν κουράσει τα ταξίδια, άρχισε να με κουράζει η Πράγα. Μια πανέμορφη πόλη, η οποία όμως δεν με είχε κερδίσει, όπως δεν σε κερδίζει ένας όμορφος άνθρωπος όταν δεν ταιριάζουν οι χημείες σας.

Πλέον, είχαν αλλάξει και στα επαγγελματικά οι ισορροπίες. Στο πρώτο μου κείμενο αναρωτιόμουν  “Ποιο είναι το νόημα να είσαι μετανάστης και ό,τι βγάζεις να το δίνεις;”. Αυτό προφανώς είχε αλλάξει, πλέον έβαζα και τους δικούς μου όρους στο τραπέζι. Ένας λόγος γι’ αυτό ήταν ότι όταν εμφανίστηκε η κατάλληλη ευκαιρία, την άρπαξα. Μου ζήτησαν να αλλάξω χώρα και το έκανα. Μου ζήτησαν να ταξιδεύω κάθε βδομάδα και το έκανα. Employee mobility, είπαμε.

Αυτά που κέρδισα τότε, μπορούσα τώρα να τα εξαργυρώσω. Ζήτησα να φύγω από την Πράγα και μου είπαν να διαλέξω ανάμεσα σε Μόναχο, Λονδίνο και Λουξεμβούργο. Διάλεξα Λονδίνο. Ο τελευταίος χρόνος με είχε διδάξει κάτι για τον εαυτό μου, και θα το πω στα αγγλικά γιατί ακούγεται πιο gangsta: I play to win. Δεν είχα καταλάβει ποτέ ότι ήμουν ανταγωνιστικός. Κοιτώντας πίσω, έχει νόημα, γιατί δεν τα παράτησα ποτέ. Παίζω για να κερδίσω ή δεν παίζω καθόλου. Ήθελα να γυρίσω λοιπόν στο Λονδίνο ως νικητής, για να το ζήσω με τους δικούς μου όρους.

Το έκανα. Επέστρεψα πριν ένα μήνα, με 32 κούτες και ένα μάθημα ζωής που θα το κάνω τατουάζ στο μέτωπο και θα το ψιθυρίζω την ώρα που ψυχορραγώ:

Work hard and be nice to people.

Δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να πραγματοποιήσεις τις φιλοδοξίες σου, ή “τα όνειρά σου” αν είσαι λίγο πιο ρομαντικός. Μένω στην εταιρεία που είμαι γιατί, ένα χρόνο μετά, με έχει πετάξει στα βαθιά και μου λέει κολύμπα, σε ένα project τέτοιας κλίμακας που δε θα μπορούσα να κάνω πουθενά αλλού. Δουλεύω πολύ, δουλεύω την ώρα που τρώω, δουλεύω την ώρα που πάω στην δουλειά, δουλεύω την ώρα που βγαίνω για ποτό, και δουλεύω τόσο, γιατί ξέρω πως αυτή την στιγμή σπέρνω για να καθίσω αργότερα στην καρέκλα μου και να περιμένω να ανθίσουν οι σπόροι.

Αν μου έλεγαν πριν φύγω από Ελλάδα “θα δικαιωθείς μετά από χρόνια, είσαι σίγουρος ότι θες να το κάνεις;”, θα μειδίαζα σαρκαστικά και θα έκανα check-in. Και εδώ είναι που γίνομαι λίγο κυνικός με ανθρώπους που με προσεγγίζουν επειδή θέλουν να φύγουν για το εξωτερικό και αφού μου πουν την ιστορία τους, με ρωτούν: “Τι με συμβουλεύετε να κάνω;”

Μία φορά μόνο απάντησα “αν σου πω να μην φύγεις, θα μείνεις στην Ελλάδα άνεργη;” Κυνικό και σκληρό, το ξέρω, αλλά αν σε πτοεί μια τέτοια απάντηση, ίσως να μην τα καταφέρεις σε μια χώρα όπου δεν έχεις κανένα δίχτυ ασφαλείας.

Στην Ελλάδα οι περισσότεροι της γενιάς μου μεγαλώσαμε με υψηλές προσδοκίες. Μας φαινόταν αστείο ότι όταν ενηλικιώνονται τα παιδιά στο εξωτερικό πληρώνουν συμβολικό ενοίκιο ή συμμετέχουν στα έξοδα, αλλά δεν μας φαινόταν καθόλου αστείο να μένουν 30άρηδες με τους γονείς τους (και αναφέρομαι στις εποχές προ κρίσης), να τα βρίσκουν όλα έτοιμα και να κρατάνε και όλο τον μισθό για πάρτη τους.

Όταν λοιπόν μια χώρα μεγαλώνει τα ενήλικα “παιδιά” της με ταπεράκια που πηγαινόερχονται με το ΚΤΕΛ, με ρούχα που πηγαίνουν άπλυτα και επιστρέφουν σιδερωμένα, με γιαγιάδες να τσοντάρουν για να πάνε διακοπές τα εγγόνια, είναι λογικό να φοβόμαστε να αφήσουμε το μαντρί.

Κάποιοι φύγαμε για το εξωτερικό τιγκάροντας μια πιστωτική κάρτα, άλλοι το έκαναν με μεγαλύτερη οικονομική άνεση, αλλά στο τέλος της ημέρας, όταν πέφτεις για ύπνο για πρώτη φορά σε μια άγνωστη χώρα, είναι το ίδιο δύσκολο για όλους. Το ίδιο και όταν ανεβάζεις πυρετό και καλείς Uber για να πας μόνος σου στον γιατρό. Το ίδιο και όταν δεν είσαι εκεί για αυτούς που φεύγουν. Αυτά δεν χρειάζεται να στα πει κανείς, είναι κοινή λογική.

Υπάρχει μόνο ένας άνθρωπος που μπορεί να σε συμβουλεύσει για το αν πρέπει να φύγεις ή όχι, και αυτός είναι ο εαυτός σου. Και υπάρχουν μόνο δύο ερωτήσεις που πρέπει να σου κάνει για να βρεις την απάντηση:

Θες να δουλέψεις πραγματικά;

Μπορείς να ξεκινήσεις από το μηδέν σε ένα άγνωστο μέρος μια καλύτερη δουλειά;

Αν η προτεραιότητά σου είναι να είσαι με την οικογένειά σου και να παλεύετε μαζί, μείνε στην Ελλάδα. Αν η προτεραιότητά σου είναι να ζεις αξιοπρεπώς και να στέλνεις και λεφτά στην Ελλάδα, φύγε. Μπορεί φέτος να είσαι στο Λονδίνο, αύριο στις Βρυξέλλες και μεθαύριο στη Μελβούρνη. Και είναι ανθρώπινο κάποια στιγμή να αλλάξουν οι προτεραιότητές σου.

Μακάρι να μπορούσαμε όλοι να μένουμε στην Ελλάδα, να τελειώνουμε την δουλειά μια λογική ώρα και να κατεβαίνουμε για μεζέδες κάτω από την Ακρόπολη. Δεν γίνεται όμως. Και δέκα χρόνια κρίσης μετά, ας σταματήσουμε να κλαιγόμαστε που φεύγουν οι νέοι έξω. Είναι λυπηρό, ναι, αλλά όπως και να το κάνεις, είναι καλύτερο από το να χάνουν τα καλύτερά τους χρόνια στην ανεργία. Αν θέλει η Ελλάδα να μας βοηθήσει με κάποιο τρόπο, ας μας εξασφαλίσει το συνταγματικό μας δικαίωμα να έχουμε λόγο στο μέλλον αυτής της χώρας απ’ όπου και αν ζούμε. Αυτό μόνο ζητάμε. Και προσωπικά, ζητάω και κάτι άλλο: σταματήστε να μεγαλώνετε τα παιδιά σας σαν πριγκιπόπουλα, γιατί έρχονται σε όλο τον κόσμο πολύ πιο σκοτεινές ημέρες.