Διήγημα: “Ας καταρρεύσουν οι ζωές”

Απ’ όταν τους κοινοποιήθηκε η απόφαση για την κατάσχεση του σπιτιού τους, είχαν χάσει τον ύπνο τους. Δε θα έμεναν άστεγοι, αλλά θα έπρεπε να φύγουν από την Αθήνα. Θα έπρεπε να γυρίσουν στο χωριό, εκεί που είχε μεγαλώσει αυτός κι εκεί που τα παιδιά του περνούσαν τα καλοκαίρια τους μέχρι να πεθάνει η γιαγιά.

Απ’ όταν πέθανε η μάνα του, δεν ξαναπήγε. Το πατρικό του το φρόντιζε ο ξάδερφός του. Ένα ξεχορτάριασμα δυο φορές το χρόνο δηλαδή, γιατί μέσα δεν είχε μπει κανείς. Η πρώτη φορά που θα άνοιγε ξανά η εξώπορτα θα ήταν όταν θα έφταναν σε μια βδομάδα μαζί με το φορτηγό. Το είχαν πάρει απόφαση. Αφού η τράπεζα τους έπαιρνε το σπίτι, έπρεπε είτε να βρεθούν και οι τέσσερις στο δρόμο είτε να πάνε στο χωριό. Σε εκείνο το απομονωμένο σπορπιοχώρι με τις τέσσερις αγροτοοικογένειες, που γέμιζε όταν έκλειναν τα σχολεία και άδειαζε μετά τον Δεκαπενταύγουστο.

Απολυμένος εκείνος, άνεργη εκείνη θα έπρεπε να μάθουν σε μια διαφορετική ζωή. Στη ζωή που δε θα διέφερε σε τίποτα από εκείνη που είχαν ζήσει οι γονείς του πριν 60 χρόνια. Χωρίς ηλεκτρικό, χωρίς ύδρευση, χωρίς θέρμανση. Ό,τι τους έδινε πλέον η γη και κάνας άνθρωπος που θα τους λυπόταν όταν άκουγε το δράμα τους. Και για το μαγείρεμα, θα έπρεπε να μαζεύουν ξύλα λαθραία από αφύλαχτα χωράφια και ελαιώνες. Θα τους ήταν πλέον είδος πρώτης ανάγκης η φωτιά, για να μαγειρεύουν, για να θερμαίνονται, για να κάνουν μπάνιο. 

Είχαν αρχίσει ήδη να μιλάνε στα παιδιά γι’ αυτή τη ζωή. Τους έλεγαν ότι είχαν πάρει την απόφαση για το καλό τους, για να έρθουν κοντά στη φύση, μακριά από την αποπνικτική ζωή της Αθήνας. Προσπαθούσαν να το παρουσιάσουν σαν περιπέτεια, αλλά βαθιά μέσα τους τα παιδιά ήξεραν. Δεν ήταν βλαμμένα. Είχαν παρακούσει αρκετές φορές τις απεγνωσμένες συζητήσεις για τα οικονομικά της οικογένειας. Ήξεραν ότι οι γονείς τους δεν ήταν καλά. Τα ήξεραν όλα κι ας μην ήταν πάνω από 8 χρονών κανένα από τα δύο.

Σε αυτή την καινούρια τους ζωή, στην περιπέτεια που τους οργάνωναν οι γονείς τους, θα έπρεπε να περπατάνε τέσσερα χιλιόμετρα για να πάνε στο σχολείο, κι άλλα τόσα για να γυρίσουν. Το λεωφορείο του ΚΤΕΛ που είχε μισθώσει ο Δήμος για τα λιγοστά παιδιά των χωριών, πέρα από το ότι δεν είχε καμία σχέση με το μοντέρνο σχολικό που τους πηγαινοέφερνε μέχρι σήμερα, είχε αρνηθεί εκ των προτέρων να κάνει παράκαμψη για να τα μεταφέρει. Ο χαλασμένος δρόμος, ένας αναβαθμισμένος κατσικόδρομος βασικά, που ο απερχόμενος δήμαρχος έφτιαξε μόνο στα χαρτιά με τα λεφτά που ο ίδιος είχε χάσει στα χαρτιά, ήταν η μόνη δικαιολογία για την άρνηση του ΚΤΕΛ.

Τα σκεφτόταν όλα αυτά και χτυπούσε με θυμό το χέρι του στο τραπέζι.  Από μεγαλοστέλεχος διαφημιστικής με αγορασμένη μονοκατοικία τη χρυσή εποχή των Ολυμπιακών Αγώνων έφτασε τώρα να φοβάται ότι από μέρα σε μέρα θα του χτυπήσει την πόρτα ο δικαστικός κλητήρας. Η γυναίκα του έφευγε από το σπίτι κάθε μέρα γι’ αυτό το λόγο. Όσο έλειπαν τα παιδιά, έπαιρνε τους δρόμους για να καθαρίσει το μυαλό της. Για να μην αυτοκτονήσει, του είπε ένα βράδυ και του έκοψε το αίμα. Δεν είχε καταλάβει πόσο απεγνωσμένη ήταν. Μετάνιωνε για την απόφασή της να μείνει στο σπίτι για να μεγαλώσει τα παιδιά. Δεν χρειαζόταν να δουλεύει και αυτή. Τώρα έψαχνε δουλειά και δεν έβρισκε.

Δέκα χρόνια παντρεμένοι, δεκατέσσερα χρόνια οικονομίες. Οικονομίες που έγιναν τοίχοι, εντοιχισμένες κουζίνες, βελούδινοι γωνιακοί καναπέδες, δρύινα τραπεζάκια και πλαστικές τσουλήθρες και κούνιες για να παίζουν τα παιδιά στον κήπο. Κι όλα αυτά, για να έρθει η τράπεζα μετά από οχτώ απλήρωτες δόσεις και να τα πάρει. Έτσι απλά. Χωρίς συναισθηματισμούς. Άλλωστε, το είπε και ο υπουργός πριν λίγες μέρες, αν δεν γίνουν πλειστηριασμοί, θα καταρρεύσουν οι τράπεζες. Καλύτερα λοιπόν να καταρρεύσουν οι ζωές. 

Έτσι όπως θυμήθηκε αυτή τη δήλωση, έσβησε το τσιγάρο και σηκώθηκε τσαντισμένος. Μπορεί η τράπεζα να τους έπαιρνε το σπίτι, αλλά δε θα τους έπαιρνε και τη ζωή που είχαν υποθηκεύσει εκεί μέσα. Κατέβηκε στο υπόγειο, πήρε τα δύο μπιτόνια με το πετρέλαιο για τον καυστήρα και άρχισε να περιλούει τους καναπέδες όπου μέχρι πέρυσι έβλεπε ξέγνοιαστος τους αγώνες του Champion’s League. Κανείς δε θα του έπαιρνε αυτή τη ζωή που είχε ζήσει. Ήταν δική του και μόνο.

Η φωτιά δεν ξεκίνησε γρήγορα. Εξαπλώθηκε αργά, όταν όμως άρχισε να τυλίγει όλο και περισσότερα έπιπλα, έγινε ασταμάτητη. Σκαρφάλωσε τους τοίχους, περπάτησε στο ταβάνι, και σιγά σιγά οι καπνοί στον επάνω όροφο συνοδεύτηκαν και από φλόγες.

Έλεγε ότι θα μείνει εκεί, να καεί κι αυτός, να μην δει τη ζωή του να πηγαίνει προς τα πίσω, αλλά δεν άντεξε. Η σκέψη των κλαμένων του παιδιών και της θυμωμένης γυναίκας του ήταν το ξύπνημα που χρειαζόταν από το λήθαργο. Αμέσως κατάλαβε τι είχε κάνει και έτρεξε έξω από το σπίτι.

Σμίχτηκε με τη γειτονιά που έβλεπε το σπίτι να καίγεται, και την οροφή να βουλιάζει προς τα μέσα. Εκείνος όμως δεν έβλεπε το ίδιο. Εκείνος έβλεπε την ζωή του να καίγεται, μια ζωή που πρόλαβε να ζήσει όπως την ονειρευόταν από μικρό παιδί. Όταν καθόταν δίπλα στη φωτιά για να ζεσταθεί, σε εκείνο το σπίτι που θα επέστρεφε τώρα. Σε εκείνο το σπίτι όπου τα βράδια θα μαζεύονταν όλοι γύρω από μια φωτιά για να ζεσταίνονται και να θυμούνται τις θυσίες που έκαναν για να μείνει η χώρα στο ευρώ…