Διήγημα: “A, όπως αγανάκτηση… ή αναμνήσεις”

Μεγάλωσαν σαν φίλοι, αλλά στα δεκάξι τους έγιναν αντίζηλοι, και με την αντιζηλία τους γίνανε εχθροί. Αντικείμενο του κοινού τους εφηβικού πόθου ήταν η Ρινιώ, μια χρυσομαλλούσα, θαλασσοματούσα, αλλά κατά τα άλλα ξινή και απόμακρη κοπέλα.

Ο Σωτήρης ήταν το καλό παιδί. Ο καλός μαθητής, ο καλός γιος, ο εξυπνάκιας της παρέας, που καμιά φορά, όταν κουραζόταν να το παίζει δίκαιος, αναλάμβανε αρχηγός και έδινε εντολές.

Ο Κώστας ήταν αυτός που του αντιστεκόταν. Ήταν ο δυνατός, ο λιγότερο έξυπνος, και -όταν μεγάλωσε- το κακό παιδί, που κάπνιζε στις τουαλέτες και έκανε κόντρες με τα μηχανάκια. Στα δεκαοχτώ του όμως θα έστρωνε. Θα έμπαινε στην Αστυνομική Ακαδημία και όχι μόνο θα ίσιωνε η μαγκιά του, αλλά θα στρωνότανε και με εξουσιαστικά φρονήματα.

Ο Σωτήρης θα έμπαινε στο Χημικό και θα στράβωνε. Θα γνώριζε το Μαρξ, το Μαρκούζε και καμιά φορά θα έπαιζε και με καμιά πέτρα. Όχι τίποτα σοβαρό. Ίσως έτσι, πάνω στην ένταση της στιγμής. Και πάνω σε αυτή τη στιγμή, ανάλογα με τη διάθεση, μπορεί να έριχνε και καμιά μολότοφ. Δεν ήταν από αυτούς που κουβαλούσαν σακίδιο με υλικά. Ήταν από αυτούς που κάνουν τράκες. Πώς όταν έχεις χαρμανιάσει και κάνεις τράκα ένα τσιγάρο; Ε, ο Σωτήρης τράκαρε μολότοφ.

Τελειώνοντας ο Κώστας τη σχολή, μπήκε στα ΜΑΤ. Είπε ότι το έκανε για το επίδομα, αλλά δεν ήταν αυτός ο λόγος. Παλιά, όταν έδερνε κανέναν, φοβόταν μην τον ξαναπετύχει το δαρμένο με παρέα και τις φάει αυτός. Τώρα θα μπορούσε να δέρνει άφοβα, αδιάκριτα και ανεξέλεγκτα. Μεγάλο πράγμα η μάσκα και η κουκούλα. Λάθος. Το κράνος.

Η μάσκα και η κουκούλα ήταν για το Σωτήρη. Όχι για να μην τον αναγνωρίζουν, αλλά για να μπορεί να ανασαίνει μέσα στα σύννεφα των χημικών. Δεν ήταν όλοι σαν αυτόν βέβαια. Είχε γνωρίσει περίεργους που την φορούσαν γιατί ένιωθαν ότι βρίσκονταν σε πόλεμο. Μιλούσαν με άγνωστες λέξεις και, μετά από λίγο, ακούγονταν σαν παρανοϊκοί.

Έτσι εξελίχθηκε η ζωή των δύο φίλων. Φίλων μέχρι τα δεκάξι, είπαμε. Αργότερα αντίζηλοι για τα μάτια της Ρινιώς, και ύστερα εχθροί. Όχι επειδή ο ένας είχε διαλέξει το δρόμο της εξουσίας και ο άλλος τον ακριβώς αντίθετο. Ακόμα και έτσι, τα βρίσκανε όταν συναντιόντουσαν στο χωριό το καλοκαίρι.

Έγιναν εχθροί στα είκοσί τους, όταν αποκαλύφθηκε ένα μυστικό: όταν ήταν δεκαοχτώ χρονών, στην πενταήμερη στη Θεσσαλονίκη, ο Κώστας είχε πηδήξει τη Ρινιώ.

Και δεν γίνομαι χυδαίος. Αυτά ήταν τα λόγια του.

«Την πήδηξα», του είχε πει. «Και ούτε κατάλαβα και τίποτα».

Ο Σωτήρης είχε παγώσει. Τον είχε δέσει η ζήλεια με σχοινιά και τον είχε πετάξει σε μια παγωμένη θάλασσα. Όταν ξαναβρήκε τον εαυτό του, τον έσπρωξε πέρα με δύναμη.

«Είσαι μαλάκας;»

Δεν ήταν ότι είχε πληγωθεί ο εγωισμός του. Δεν ήταν ότι ο Κώστας είχε καταφέρει να ρίξει τη Ρινιώ στο κρεβάτι. Ήταν που το είχε κάνει μόνο για να την πηδήξει. Απλά να χώσει το πουλί του σε ένα κλουβί και να το ελευθερώσει ξανά.

Αυτός είχε συναισθήματα για τη Ρινιώ. Την ήθελε για κοπέλα του, να του χαμογελάει και να την χαϊδεύει. Μαλάκας αυτός, πουτάνα κι αυτή τελικά… Τσάμπα τα χρόνια που έφαγε στην προσμονή της.

Έκτοτε δεν ξαναμιλήσανε. Μπορεί να είχανε και οι δυο να δούνε τη Ρινιώ απ’ όταν τελείωσαν το σχολείο, μπορεί το νέο του Κώστα να είχε μπαγιατέψει, αλλά ακόμα κι έτσι, είχε σταθεί ικανό να δηλητηριάσει το Σωτήρη.

Κι έτσι, συνέχισε ο καθένας το δρόμο του. Ο Κώστας στα ΜΑΤ και ο Σωτήρης φοιτητής, και αργότερα συνδικαλιστής. Χωρίς να αλλάξει κάτι. Από τα φοιτητικά μπλοκ πήγε μερικά μπλοκ πιο πέρα. Α, ναι, άλλαξε και το χρώμα της σημαίας. Και μερικά συνθήματα. Αλλά όχι συναισθήματα. Αυτά ήταν αγανάκτηση και μίσος. Αγανάκτηση για την αδικία και την προσβολή της αξιοπρέπειας και μίσος για την εξουσία που τα εξέτρεφε.

Ούτε για τον Κώστα είχε αλλάξει τίποτα. Μίσος και πάλι μίσος. Γι’ αυτούς που δεν λένε να κάτσουν στα αυγά τους. Γι’ αυτούς που το παίζουν επαναστάτες, παίρνουν φόρα για να επιτεθούν και, μόλις το κάνουν, τρέπονται σε φυγή. Τους πετάς το δακρυγόνο και αντί να φύγουν, σε βρίζουν και σου πετάνε μολότοφ. Τι θέλουν επιτέλους τα μουνόπανα;

Ένα καλοκαίρι συναντήθηκαν και πάλι, στο χωριό. Σε ένα πανηγύρι. Κοιτάχτηκαν για μια στιγμή, αλλά αμέσως μετά μάζεψαν τα βλέμματά τους και τα έστειλαν σε θέλημα μακριά. Λίγο αργότερα όμως, ο Κώστας ανασυντάχθηκε και πήγε να του μιλήσει. Όχι όμως για να τον ρωτήσει τι κάνει.

«Σε είδα στο κέντρο πριν μερικές βδομάδες. Μας πετούσες πέτρες, και κάτι άλλοι δικοί σου πετούσαν και μολότοφ».

Ο Σωτήρης τον κοίταξε με έκπληξη. «Στα ΜΑΤ ξέπεσες, ρε;»

Ήξερε για την Αστυνομία, αλλά δεν είχε πληροφορηθεί ότι ο παιδικός του φίλος είχε διαλέξει την πράσινη στολή.

«Ξέπεσα; Εγώ το διάλεξα».

«Και πρόκοψες».

«Σωτηράκη, ένα θα σου πω. Πρόσεχε. Μην πηγαίνεις γυρεύοντας».

«Το ίδιο θα σου πω κι εγώ».

Ήταν η μοναδική τους συζήτηση μετά από τέσσερα χρόνια. Δεν είχαν πει πολλά, αλλά ακόμα και αυτά τα λίγα ήταν αρκετά. Αυτοί οι δύο άνθρωποι δεν είχανε πλέον καμία σχέση. Ήταν δύο παιδιά που είχαν μεγαλώσει, είχαν σβήσει τις κοινές τους μνήμες, και μιλούσαν σαν εχθροί τη νύχτα πριν τη μεγάλη μάχη.

Θα ερχόταν αυτή η μάχη. Όχι πολύ αργότερα. Έναν Ιούνιο.

Χρόνια στις πορείες και στις οδομαχίες, ούτε ο Κώστας ούτε ο Σωτήρης είχανε δει κάτι παρόμοιο. Λίγο πριν τελειώσει ο Ιούνιος, τελείωσε η ελευθερία. Καπνίστηκε με χημικά και εξαϋλώθηκε, αφήνοντας πίσω της αίμα.

Αυτό είναι που θρέφει τις ελευθερίες, το αίμα που χύνεται στους δρόμους. Αν δεν ματώσεις, μην περιμένεις ελευθερία. Αλλά όπως με αίμα έρχεται, με αίμα φεύγει και πάλι. Αλλάζει χέρια. Από ένα αίμα που βράζει πάει σε ένα αίμα παγωμένο, που δεν κυβερνιέται από την καρδιά, αλλά από το μυαλό. Από ένα μυαλό που είναι μεθυσμένο και λέει ό,τι του κατέβει.

«Εκκενώστε την πλατεία», είχε πει. Και έτσι έγινε.

Όχι χωρίς κόστος, και όχι χωρίς αίμα. Ο Κώστας το έμαθε για τα καλά. Το είδε, το έχυσε και ο ίδιος με το γκλομπ του. Μόλις είδε μπροστά του το κεφάλι που είχε ανοίξει, κοκάλωσε, αλλά δεν είχε χρόνο για να σκεφτεί. Έπρεπε να τρέξει να γλιτώσει. Να κρυφτεί πίσω από την ασπίδα και να πετάξει μια κρότου-λάμψης για να διαλύσει τους εχθρούς του. Ήταν πόλεμος τελικά. Εμφύλιος.
Στην άλλη άκρη της πλατείας, ο Σωτήρης έδινε το δικό του αγώνα. Προσπαθούσε να πείσει κάποιους άλλους κουκουλοφόρους να μην βάλουν φωτιά σε ένα περίπτερο. Τους μιλούσε και κοιτούσε γύρω του, μην εμφανιστεί από πουθενά κάνας ΜΑΤατζής και του κατεβάσει καμιά κατραπακιά.

Δακρυγόνο. Αίσθημα πνιγμού. Και τσούξιμο. Και ξερό στόμα. Και μετά επίθεση από την ομάδα Βίας. Λάθος. Δίας. Να πρέπει να τρέξει για να γλιτώσει, και μετά να τρέξει πάλι, για να γλιτώσει από άλλους. Όσο τρέχεις, στοχοποιείσαι. Άμα σταματήσεις, στοχοποιείσαι περισσότερο. Έτσι, συνεχίζεις να τρέχεις και να κοιτάς πίσω σου.

Αλλά όταν κοιτάς πίσω σου, τότε εύκολα πέφτεις μπροστά στο λάθος άνθρωπο. Σ’ ένα ΜΑΤατζή πιο ψηλό από σένα, πιο απειλητικό από σένα, που κρατάει το γκλομπ προτεταμένο ψηλά, έτοιμο να του δώσει φόρα και να σου σπάσει το σαγόνι.

Μόλις τον είδε, ένιωσε το χρόνο να σταματάει. Τον κοίταξε καλά. Προσπέρασε τη μάσκα του και τον κοίταξε στα μάτια. Ήταν ο Κώστας. Όχι, αποκλείεται. Δεν ήταν τόσο ψηλός. Αν ήταν όμως αυτός, θα τον χτυπούσε; Κι ας μη μιλούσαν πλέον, κι ας είχαν μισηθεί για πολλούς λόγους, ήταν ποτέ δυνατό ο παιδικός του φίλος να τον χτυπήσει;

Όποιος και να ήταν, τον χτύπησε. Ήταν τόσο δυνατό το χτύπημα, που ο Σωτήρης δεν κατάλαβε τίποτα. Μια παρέα τον σήκωσε και τον κουβάλησε μέχρι το μετρό. Είχανε ένα πρόχειρο ιατρείο εκεί. Μπήκανε μέσα και μόλις αισθάνθηκαν ασφάλεια, είδανε καπνούς, άκουσαν κραυγές, βρισιές και κόσμο να βήχει. Κάποιοι έφτυναν αίμα.

Κάποιος είχε πετάξει χημικά μέσα στο μετρό.

Λίγο αργότερα, είδαν κάποιον να τρέχει κραδαίνοντας ένα κάνιστρο και να φωνάζει:

«Μας ρίχνουν ληγμένα, ρε, οι γαμιόληδες».

Αυτή η βρισιά ήταν το τελευταίο που θυμόταν ο Σωτήρης. Όταν συνήλθε, υπήρχε ησυχία, η ανάσα του ήταν καθαρή και ο γρανίτης του μετρό είχε αντικατασταθεί από ένα μαλακό στρώμα. Ήταν στο νοσοκομείο.

Στο κεφάλι είχε μια γάζα, και κάτω από αυτή είκοσι τέσσερα ράμματα. Κρίμα, άλλο ένα και θα μπορούσε να αστειεύεται ότι ήταν τα κεράκια της φετινής τούρτας γενεθλίων.

Πέρασε από εκεί όλο το σόι της Αθήνας. Θείες, ξαδέρφια, ανήψια.

Μέσα στο συρφετό, είχε κάνει την εμφάνισή του και ο Κώστας. Άνοιξε την πόρτα και είδε το Σωτήρη να τον κοιτάζει και ύστερα να αποστρέφει το βλέμμα του. Ήταν μόνος του. Μπήκε μέσα και κάθισε δίπλα του. Αλλά δε μίλησε. Ούτε αυτός ούτε εκείνος.

«Δεν ξέρω τι να πω», είπε κάποιος από τους δύο.

«Αν ήταν άλλος, θα έλεγα καλά να πάθεις. Αλλά είσαι εσύ, και δεν ξέρω τι να πω».

«Εγώ είμαι εδώ, γιατί παλεύω για κάτι και βρίσκω αντίσταση. Εσύ αν ήσουν εδώ, για τι θα ήσουν;»

«Σωτήρη, τη δουλειά μου κάνω».

«Κώστα… Καλό το παραμύθι που σας έμαθαν. Αλλά δεν έχει δράκους».

Εκείνος ο Ιούνιος ήταν καθοριστικός. Λίγο καιρό αργότερα, η χώρα θα κήρυττε πτώχευση. Πτώχευση. Πώς μπορούσε μια χώρα στην Ευρώπη του 21ου αιώνα να κηρύξει πτώχευση; Κι όμως, το ‘χε κάνει. Και δε θα ήταν η μόνη. Θα ήταν απλά η πρώτη.

Ένα-δυο μήνες αργότερα, ο Κώστας παραιτήθηκε από την Αστυνομία. Του ζητούσανε να δέρνει χωρίς να πληρώνεται. Όσο κι αν του άρεσε η εξουσία, δεν ήταν μαλάκας. Είχε μεγαλώσει πια, τα έβλεπε αλλιώς.

Γύρισε στο χωριό του. Έμενε στο πατρικό του, άδειο από γονείς πλέον, και καλλιεργούσε λαχανικά και φρούτα. Πήρε μερικές κότες, με τον καιρό αγόρασε μια γίδα, και αργότερα μερικά πρόβατα. Ζούσε. Όχι πολύ καλά, αλλά ζούσε. Αν είχε μείνει στην Αθήνα, με αυτά που γίνονταν, μπορεί και να είχε σκοτωθεί σε καμιά σύρραξη.

Μερικούς μήνες μετά, έφτασε στο χωριό και ο Σωτήρης. Είχε άλλα σχέδια αυτός. Θα εξέτρεφε σαλιγκάρια. Ένας φίλος του από το εξωτερικό του είχε πει ότι είχαν μεγάλη ζήτηση από την ξένη βιομηχανία. Στην αρχή είχε γελάσει, αλλά μόλις άκουσε τις αμοιβές, το σκέφτηκε σοβαρά. Άλλωστε, με τη δραχμή οι εξαγωγές ήταν πλέον πιο εύκολες. Το χρέος μεγάλωνε, αλλά ποιος χέστηκε; Δε ‘πα να γαμηθεί και το κράτος και το χρέος του; Ο καθένας έπρεπε τώρα να κοιτάξει τον εαυτό του και την οικογένειά του. Να ξαναβρεί αξίες που είχαν χαθεί στα μεγάλα πορτ-μπαγκάζ αυτοκινήτων και στα σκοτάδια ξενυχτάδικων.

«Κώστα», του φώναξε ο Σωτήρης μια μέρα, όταν τον είδε να περνάει στο δρόμο περπατώντας .

Ο Κώστας γύρισε προς το μέρος του και τον είδε να του γνέφει να πάει εκεί. Ανηφόρισε με περιέργεια.

«Έχεις δουλειά;»

«Πάω να μαζέψω τα πρόβατα».

«Καλά, κάτσε να πιούμε ένα ούζο και πας μετά. Δε θα πάθουν τίποτα».

Δεν του έφερε αντίρρηση. Κάθισε, ήπιε το ούζο που του πρόσφερε και μετά γέμισε αυτός τα ποτήρια. Άρχισαν να μιλάνε. Όχι σαν να ήταν όλα καλά. Αλλά σαν να προσπαθούσαν να τα κάνουν. Ήταν λίγο αμήχανοι στην αρχή, αλλά σιγά σιγά, με βουτιές στο ούζο, άρχισε να λύνεται η γλώσσα.

Θυμήθηκαν τη Ρινιώ, έκανε οικογένεια στον Καναδά είπε ο ένας, έμεινε έκπληκτος ο άλλος, αλλά κανείς δεν έδωσε περαιτέρω σημασία. Συνέχισαν να πίνουν.

«Σαν αύριο είναι ένας χρόνος που ήρθες στο νοσοκομείο».

Ο Κώστας κούνησε το κεφάλι του. «Τι καταφέραμε, ρε Σώτο; Κι εσύ κι εγώ; Με αυτά που κάναμε, τι καταφέραμε;»

Ο Σωτήρης χαμογέλασε, σχεδόν με πικρία. «Τίποτα. Απλό είναι. Ήμασταν θύματα, Κώστα. Κι εμείς, και –παραδόξως- κι εσείς που μας λιανίζατε στο ξύλο. Μας ξεγέλασαν για τα καλά, μας έβαλαν να σκοτωθούμε μεταξύ μας, και έτσι μας νίκησαν».

«Χάσαμε δηλαδή και οι δύο».

«Πάνω κάτω… Αλλά πού ξέρεις; Ίσως αυτός να είναι ένας πόλεμος που κερδίζεις χάνοντας. Αυτό μου έμεινε να πιστεύω, και σ’ αυτό πιστεύω».

«Εγώ πάλι δεν πιστεύω σε τίποτα».

Ο Σωτήρης του γέμισε το ποτήρι και του το έδωσε για παρηγοριά.

Ακούστηκε ένα δυνατό τσούγκρισμα και ένα σπάσιμο. Δεν ήταν τα ποτήρια. Ήταν ένας γυάλινος τοίχος. Βρώμικος από καπνούς και αίματα. Ένας τοίχος που έκρυβε αναμνήσεις μιας αθώας εποχής.